Ένας από τους – δίχως υπερβολή – πλέον κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς στην Ευρώπη (και όχι μόνο) εδώ και δεκαετίες, γνωστός εν Ελλάδι σε ένα ολοένα διογκούμενο μυημένο κοινό, ο Δημήτρης Δημητριάδης (επίσης ποιητής, λογοτέχνης και μεταφραστής) δίνει συνέντευξη στη Γαλλική εφημερίδα Le Monde.
«Στην Ελλάδα ζούμε, εδώ και πολύ καιρό, υπό το φως ενός νεκρού αστεριού... Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα είδος διανοητικής στασιμότητας και ακαμψίας: έχουμε καθηλωθεί στις κοινωνικές και ψυχολογικές συνήθειές μας, τρεφόμενοι από μία νεκρή παράδοση, την οποία δεν διανοούμαστε να ανανεώσουμε... Μερικές φορές σκέφτομαι πως έχουν δίκιο οι Ευρωπαίοι που θέλουν να τιμωρήσουν τη χώρα... πως δεν πρέπει να μας λυπηθούν, διότι στην πραγματικότητα – πρέπει να το πούμε – ο ελληνικός λαός είναι εξίσου ένοχος: η ευκολία και η επιπολαιότητα που έχει επί μακρόν επιδείξει τον οδήγησαν στο να αποδεχτεί κάθε είδος βολέματος».
Είναι Έλληνας που κατοικεί στην Ελλάδα. Είναι λιτός και αθόρυβος. Επιπλέον, είναι ίσως ό,τι πιο βαθιά «Ελληνικό» (λόγω όμως του ότι είναι ό,τι πιο ξένο προς την «Ελληνικότητα») και αληθινά υψηλό, το οποίο έχει να επιδείξει αυτός ο γεωγραφικός χώρος, εκατομμύρια έτη φωτός μπροστά και μακριά από τα κάθε λογής light φολκλόρ εξαγώγιμα προϊόντα της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Έχει προσφέρει και εξακολουθεί να μας προσφέρει ένα έργο αβυσσαλέο, δύσκολο, δύσπεπτο, πλούσιο, ατέλειωτο, φτιαγμένο από λέξεις που πέφτουν σαν σφυροκοπήματα στα αυτιά του αποδέκτη τους, εξαναγκάζοντάς τον σε ένα είδος ακούσιας ή εκούσιας, σωτήριας αποξένωσης από τον εαυτό του και από καθετί οικείο.
Γι' αυτόν τρέφουν άπειρο σεβασμό σημαντικότατες προσωπικότητες από το χώρο του θεάτρου και των γραμμάτων παγκοσμίως, σε σημείο που πριν από μερικά χρόνια, μία από τις σπουδαιότερες εθνικές θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, το Γαλλικό Οντεόν στο Παρίσι, διοργάνωσε ένα «έτος Δημήτρη Δημητριάδη», όπου ανέβηκαν πολλά έργα του είτε υπό μορφή σκηνοθεσίας είτε υπό μορφή αναλογίου, ενώ το έργο του έχει γίνει ουκ ολίγες φορές αντικείμενο συνεδρίων, συμποσίων και διαλέξεων ανά τον κόσμο, τη στιγμή που, στην ημεδαπή, μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη βαρύτητά του.
Είναι υπεύθυνος για μία από τις συγκλονιστικότερες θεατρικές, ποιητικές, λογοτεχνικές γραφές, η οποία έχει μεταφραστεί και εξακολουθεί να μεταφράζεται σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, εσχάτως και στα αραβικά.
Αν επιχειρούσε να «ασελγήσει» κανείς πάνω στο πολυσχιδές έργο του και να αποπειραθεί να βρει έναν κεντρικό πυρήνα που θα το προσδιόριζε στο σύνολό του, αυτός θα είχε να κάνει με την αδυσώπητη στιγμή της συνειδητοποίησης του θανάτου (μιας παράδοσης, μιας ιστορίας, ενός λαού), με την αναγκαιότητα και την αποδοχή του τέλους ως προϋπόθεσης για την αρχή της Ζωής.
Μόνο μέσα από την επώδυνη νέκρωση μπορεί κανείς να μετουσιώσει την αρρωστημένη καθήλωση σε φόρμες και σχήματα ζωής, την εμμονική προσκόλληση σε μία ιδέα, μία παράδοση, μία ιστορία ή ένα παρελθόν, σε ευκαιρία για αναδημιουργία. Πράγμα που ισχύει κατ' εξοχήν στην περίπτωση της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οποία εθελοτυφλεί φανατικά μπροστά στην υπέρτατη αλήθεια - ότι πρέπει να αποδεχτεί την καταστροφή, να αγκαλιάσει το θάνατο με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται:
«Η κρίση δεν θα επιλυθεί οικονομικά ή πολιτικά, αλλά κυρίως μέσω μιας ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ιστορικής συνειδητοποίησης, η οποία αναγκαστικά συνεπάγεται την αναγνώριση ότι κάτι έχει πεθάνει, είναι νεκρό... Στο τέλος μου έγκειται η αρχή μου, έγραφε ο ποιητής Τ. Σ. Έλιοτ. Πρέπει επίσης, όμως, να είναι κανείς σε θέση να κατονομάσει αυτό το τέλος».