Την ανάγκη να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ ώστε να έχει ενεργό παρουσία στις διεργασίες που ξεκινούν στην Ευρώπη υπογραμμίζουν σε κοινή τους δήλωση τρεις Έλληνες, οι οποίοι κατέχουν σημαντικές θέσεις σε θεσμούς της ΕΕ.
Πρόκειται για τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή Νικηφόρο Διαμαντούρο, τον πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης, Χρήστο Ροζάκη και τον Βασίλη Σκουρή, πρόεδρο το Δικαστηρίου της ΕΕ.
Ας σημειωθεί ότι ο κ. Διαμαντούρος και ο κ. Σκουρής είχαν προταθεί ως πρωθυπουργοί στην κυβέρνηση ειδικού σκοπού πριν τη θέση αναλάβει ο Λουκάς Παπαδήμος.
Η επιστολή τους, η οποία δημοσιεύεται σήμερα στην Καθημερινή έχει ως εξής:
«Η κρίση που ταλανίζει την χώρα μας τα τελευταία χρόνια, με άμεσα θύματα ένα μεγάλο τμήμα του λαού, και ειδικότερα τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, έχει διαστάσεις που, όλοι γνωρίζουμε, ξεπερνούν τα σύνορά μας και εκτείνονται στο σύνολο του ευρωπαϊκού Νότου, παρουσιάζοντας, όμως, ποσοτικές και ποιοτικές διαφορές για τα επιμέρους πάσχοντα κράτη.
Παρά ταύτα, αυτή η άκρως αρνητική εξέλιξη των οικονομικών της ευρωζώνης φαίνεται να έχει και τη θετική εκδοχή της: μετά από ένα μεγάλο διάστημα ουσιαστικής αδράνειας των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και των κρατών που κινούν τα νήματα των πολιτικών εξελίξεων της διακυβερνητικά οργανωμένης ηπείρου μας, και μετά από μία περίοδο συγκυριακής αντιμετώπισης του παθογενούς φαινομένου της κρίσης, η Ευρώπη δείχνει να ανασυντάσσεται.
Στο τραπέζι αρχίζουν να παρουσιάζονται σχέδια βραχυπρόθεσμης ή μεσοπρόθεσμης υπέρβασης της κρίσης που δεν αποτελούν πια έωλες και απομακρυσμένες προσπάθειες εξυπηρέτησης των περιστασιακών αναγκών των επιμέρους κρατών και μόνον, αλλά τμήμα μιας νέας πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Παράλληλα, ακούγονται απόψεις για μια μακροπρόθεσμη προοπτική κοινής οικονομικής πολιτικής ή και διακυβέρνησης, που επαναφέρει το όραμα μιας πολιτικής ένωσης. Αυτές οι τάσεις που πολύ σύντομα φαίνεται ότι θα μετουσιωθούν σε συγκεκριμένες πολιτικές δεν μπορεί παρά να λειτουργήσουν κατευναστικά και να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης, στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης για την Ευρώπη, αλλά και σε ενίσχυση τόσο του διεθνούς ρόλου της όσο και αυτού των κρατών μελών της.
Στις κρίσιμες αυτές στιγμές των νέων προοπτικών, όταν πολλά αρχίζουν να αλλάζουν, είναι απολύτως απαραίτητο η Ελλάδα να είναι παρούσα στις διεργασίες και να επωφεληθεί από αυτές.
Τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα. Θα ήταν ειρωνεία της ιστορίας να έχουμε όλοι υποστεί σημαντικές θυσίες, που ως ένα σημείο έχουν αποδώσει καρπούς, προκειμένου να προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις συμμετοχής μας σε μια αναμφίβολα απαιτητική οικογένεια κρατών, και να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια ακριβώς την ώρα που δημιουργούνται οι προϋποθέσεις όχι μόνον ελάφρυνσης ορισμένων από τα βάρη που φέρουμε στην πλάτη μας, αλλά ακόμα και βελτίωσης των συνθηκών ζωής μας που βαθμιαία θα επιφέρουν οι διαφαινόμενες θεσμικές αλλαγές.
Και σε αυτή τη διαπίστωση, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και το δεδομένο ότι η εναλλακτική λύση που εκπροσωπεί η έξοδός μας από την ευρωζώνη θα μας αποστερήσει όχι μόνον από μελλοντικά οικονομικά ευεργετήματα αλλά και από την ασφάλεια, τη διατήρηση ειρήνης στο εσωτερικό και στις διεθνείς μας σχέσεις, και τη συμμετοχή μας στο διεθνές γίγνεσθαι με την κάλυψη ενός παγκόσμια αναγνωρισμένου παίκτη. Και, δυστυχώς, για όσους ζουν από κοντά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, το ενδεχόμενο μιας εξόδου από την ευρωζώνη, εάν άμεσα ή έμμεσα το επιδιώξουμε, δεν φαντάζει πια τόσο ουτοπικό όσο ορισμένοι θα ήθελαν να πιστεύουν.»