Η σόουλ ιστορία του Charles Bradley - iefimerida.gr

Η σόουλ ιστορία του Charles Bradley

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

Όλα τα κλισέ της πονεμένης ζωής του παρία που τραγουδούσε ο Curtis Mayfield για τα μαύρα αδέρφια του είναι ενσαρκωμένα στη ζωή του Charles Bradley, του ανθρώπου που μπορεί να μην ξέρεις πώς μοιάζει, αλλά που σε λικνίζει στο κάθισμα του αυτοκινήτου κάθε φορά που ακούς σε heavy airplay το κομμάτι του «The World (Is Going Up In Flames)».

O soulman που έκανε mainstream hit ένα τραγούδι που δεν είναι φτιαγμένο σώνει και καλά για να γίνει mainstream hit, είναι μια ολοζώντανη αναβίωση του μαύρου ρετρό ήχου που και ο ίδιος έζησε στην ακμή του χωρίς ποτέ να υπηρετήσει ως καλλιτέχνης, επειδή η ζωή δεν του επέτρεψε τέτοιες πολυτέλειες. Και επειδή η καινούργια μουσική βγαίνει με ρυθμούς τρελούς, φρόντισε η περίπτωση αυτού του ανθρώπου να μην «παραπέσει» κάπου. Γιατί τώρα, με τα ραδιόφωνα να παίζουν το κομμάτι του, είναι επιτέλους η ώρα του να λάμψει.

Ο Bradley γεννήθηκε το 1948 στη Φλόριντα αλλά, όπως οι ήρωες της μαύρης κουλτούρας, έζησε τα νιάτα του στους δρόμους του Brooklyn - μόνο ο James Brown τον έβγαζε από τη μιζέρια, και η μίμηση των κινήσεών του μπροστά στον καθρέπτη ήταν η καλύτερη στιγμή της μέρας του: ποτέ δεν θα ξεχνούσε το live του Νονού στο Apollo, που του άλλαξε τη ζωή. Η πάμφτωχη οικογένειά του έβρισκε καταφύγιο σε υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, και μια από αυτές τον έστειλε στο Maine, όπου παρακολούθησε μαθήματα μαγειρικής. Αυτό που όλες οι κλισέ βιογραφίες καλλιτεχνών λένε «μικρόβιο» δεν τον εγκατέλειψε ποτέ: έβρισκε διέξοδο σε μια μικρή μπάντα που ξεσήκωνε τις υπαλλήλους των κοινωνικών υπηρεσιών. Ο δρόμος του όμως προς την επαγγελματική σκηνή παρέμενε μια φαντασίωση. Τα όνειρά του αναβλήθηκαν επ’ αόριστον όταν τα μέλη του γκρουπ κλήθηκαν να υπηρετήσουν τον αμερικανικό στρατό στο Βιετνάμ, και ο ίδιος διορίστηκε μάγειρας σε ψυχιατρική κλινική της Νέας Υόρκης, επιστρέφοντας έτσι εκεί από όπου είχε φύγει. Για τα εννιά επόμενα χρόνια μαγείρευε για 3.500 άτομα καθημερινά και έμπλεκε σε καβγάδες με αστυνομικούς.

Η Ford που αγόρασε με σκοπό να φύγει από τη Νέα Υόρκη αποδείχτηκε απειλή για το πορτοφόλι του. Ο Bradley την επέστρεψε και, πεισμώνοντας, επιχείρησε να αποδράσει από τη ζωή που μισούσε με οτοστόπ. Έφτασε μέχρι την Καλιφόρνια και τον Καναδά, γνώρισε ανθρώπους του περιθωρίου (ακόμα και κάποιον που είχε μόλις σκοτώσει γυναίκα και παιδί, αλλά τι να έκανε, ήταν ο μόνος που ανταποκρίθηκε στο οτοστόπ!) και κατέληξε στην Αλάσκα, όπου ασχολήθηκε εκ νέου με τη μαγειρική, το ίδιο ανόρεχτα όπως πριν. Φυσικά, η επιστροφή στην Καλιφόρνια ήταν θέμα χρόνου.

Η Δυτική Πλευρά δεν του χάρισε φήμη, αλλά τουλάχιστον έβγαζε τα προς το ζην μαγειρεύοντας και είχε χρόνο για ερασιτεχνικά gigs με διάφορες μπάντες - έκανε ακόμα και μερικές, σκόρπιες, ηχογραφήσεις. Το μέλλον μπορεί να μην ήταν ονειρεμένο, αλλά τουλάχιστον ήταν ευοίωνο. Θα αγόραζε το πρώτο του σπίτι - θα ρίζωνε. Και τότε, η τραγική ειρωνεία που περπατούσε πάντα αγκαζέ με τη ζωή του, ξαναχτύπησε και ο Charles απολύθηκε από τη δουλειά του, την οποία είχε καταφέρει να κρατήσει επί 17 ολόκληρα χρόνια. Οι εξελίξεις τον ανάγκασαν να επανεκτιμήσει προτεραιότητες, να παρατήσει τη μαγειρική και να γυρίσει πίσω στην οικογένειά του στο Μπρούκλιν, όπου θα γινόταν εργάτης… και, εννοείται, θα επεδίωκε για μια ακόμη φορά καριέρα στη μουσική. Το έκανε. Η αρχή ήταν μικρά κλαμπ, όπου διασκεύαζε, τι άλλο, James Brown. Ήταν 51 ετών, κουρασμένος αλλά επίμονος και προσπαθούσε σκληρά να κερδίσει στην άνιση μάχη με τις συγκυρίες. Όπως αποδείχτηκε, όμως, δεν ήταν καθόλου μεγάλος για μια οικογενειακή τραγωδία: Μια βραδιά που εκείνος κοιμόταν στο σπίτι της μητέρας του, οι σειρήνες των περιπολικών αποκάλυψαν το δράμα που θα κατάτρωγε στο εξής τους Bradley, και θα έφερνε λίγο από Marvin Gaye στο μυαλό όσων το μάθαιναν. O ανιψιός του είχε σκοτώσει τον πατέρα του, και αδερφό του Charles, πυροβολώντας τον εν ψυχρώ. Παρά τη δεινή ψυχολογική του κατάσταση, συνέχισε να τραγουδά σε όλη τη διαδρομή από την τραγωδία ως την εξέλιξη που ποθούσε και που στο αμερικάνικο όνειρο έρχεται κάποια στιγμή.

Το ευχάριστο κλισέ της ανακάλυψης του ταλέντου είναι παρόν και σε αυτή την ιστορία. Εκπρόσωπος της εταιρείας Daptone ακούει τον Charles, του προτείνει συνεργασία και έτσι αρχίζουν οι πρώτες, επαγγελματικές πια, ηχογραφήσεις. Ο νεαρός παραγωγός Τhomas Brenneck, μέλος των Bullets, γίνεται κάτι σαν μουσικός φύλακας-άγγελος και έμπιστος εξομολογητής του. Ο Charles του τα διηγείται όλα, μέχρι και την οικογενειακή πληγή που είχε ανοίξει ο ανιψιός του, την οποία ο Brenneck αποφασίζει να κάνει ιστορία στα πρότυπα των πονεμένων αφηγηματικών τραγουδιών, σαν το «Little Child Running Wild» του Curtis Mayfield - και τα υπόλοιπα είναι ιστορία, που λένε. «To The World (Is Burning Up In Flames)» κυκλοφόρησε από τη θυγατρική της Daptone, Dunham Records με δεύτερο σινγκλ το «Heartaches And Pain». Τα tribute act του James Brown έλαβαν τέλος. Ο Charles Bradley είχε επιτέλους την ευκαιρία που περίμενε, κυριολεκτικά, μια ολόκληρη ζωή. Ο πρώτος δίσκος του, «Νο Time For Dreaming», είναι στα ράφια, το ταλέντο του στη σύνθεση είναι ακόμα ένα παράπλευρο κέρδος και αναδύθηκε απροσδόκητα, και οι κριτικοί τον θεωρούν τη συνέχεια του Otis Redding. O Bradley είναι 63 ετών και έτοιμος για τραγούδι, χορό και πολλά live. Έτσι λέει ο ίδιος, δηλαδή.

Χρύσα Οικονομοπούλου

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ