Αλληλένδετες είναι οι εξελίξεις σε Ελλάδα και Ισπανία, σύμφωνα με δημοσιεύματα και αναλύσεις σε αμερικανικά ΜΜΕ, όπου προβάλλεται το αυξημένο ενδεχόμενο ελληνικής εξόδου από την Eυρωζώνη, ενώ διατυπώνεται και η εκτίμηση ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, ενδέχεται η Αθήνα να μην είναι σε θέση να εφαρμόσει το Mνημόνιο.
Σε δημοσίευμα των New York Times αναφέρεται η «έντονη ανησυχία» που επικρατεί στις δύο όχθες του Ατλαντικού εν όψει των ελληνικών εκλογών της ερχόμενης Κυριακής, σημειώνοντας τις πρόσφατες δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού, Λουκά Παπαδήμου, για τις «καταστροφικές συνέπειες» εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Επίσης, υποστηρίζεται ότι, ακόμη και στην περίπτωση ανάδειξης «φιλομνημονιακής κυβέρνησης», υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το εάν αυτή θα μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Χαρακτηριστικά, ο Γιούργκεν Στάρκ, πρώην μέλος τού Εκτελεστικού Συμβουλίου τής ΕΚΤ, δήλωσε: «Αμφιβάλλω εάν το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή της δανειακής σύμβασης».
Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται ανταπόκριση από το Λονδίνο για τις απώλειες των ευρωπαϊκών τραπεζών, σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, ενώ καταγράφεται η εκτίμηση ότι οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες θα πληγούν περισσότερο, εξαιτίας του μακροχρόνιου δανεισμού προς την ελληνική κυβέρνηση.
Η Wall Street Journal, στο κύριο άρθρο της, εκτιμά ότι «το ισπανικό πακέτο διάσωσης λειτουργεί ως σωτηρία και για την υπόλοιπη Ευρώπη, εν όψει των ελληνικών εκλογών της 17ης Ιουνίου». Η σύνταξη της εφημερίδας θεωρεί ότι αυτό λειτουργεί επειδή υπάρχει ο φόβος ότι εάν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι απώλειες των ισπανικών τραπεζών θα επιταχυνθούν και το εθνικό χρέος της Ισπανίας θα διογκωθεί, με συνέπεια η Μαδρίτη να εξαναγκασθεί σε εθνικό δάνειο. Στη συνέχεια, σημειώνεται ότι για την αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πίεσαν την ισπανική κυβέρνηση να δεχθεί την τραπεζική διάσωσή της ως ένα τείχος προστασίας στην εξάπλωση του ελληνικού προβλήματος.
Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται ανταπόκριση από την Ουάσιγκτον, όπου υποστηρίζεται ότι «αν και η συμφωνία με την ισπανική κυβέρνηση για τη διάσωση των Τραπεζών της, σηματοδότησε καθοριστικό βήμα για την άμβλυνση των φόβων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς, τώρα πλησιάζει μια άλλη τεράστια απειλή, οι ελληνικές εκλογές της ερχόμενης Κυριακής».
Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι και τα δυο αυτά γεγονότα πιθανό να έχουν μεγαλύτερη επιρροή από οποιαδήποτε ενέργεια του προέδρου Ομπάμα στην πορεία ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας, πριν τις εκλογές του φθινοπώρου στις ΗΠΑ. Σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση, όπως τονίζεται, θα ενταθούν οι ευρέως διαδεδομένοι φόβοι για μια νέα παγκόσμια κρίση, την ίδια στιγμή που ο Αμερικανός ηγέτης οδεύει στην τελική πορεία των εκλογών.
Η Washington Post, σε ανταπόκριση από την Αθήνα, αναφέρει ότι η Ισπανία υποχρεώθηκε να προσφύγει σε σχέδιο διάσωσης λόγω της ελληνικής κρίσης, καθώς υπάρχουν φόβοι νέων αναταράξεων στις αγορές, εξαιτίας των ελληνικών εκλογών. «Το ενδεχόμενο επικράτησης των αντιμνημονιακών δυνάμεων στην Ελλάδα, όπως αναφέρεται, οδήγησε στην όξυνση των προβλημάτων της Ισπανίας, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της και αποδυναμώνοντας περαιτέρω το χρηματοπιστωτικό της σύστημα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Τέλος, επισημαίνεται ότι ο πρόεδρος Ομπάμα ανησυχεί για την κακή κατάσταση της οικονομίας στην Ευρώπη, καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάσχεση της ανάκαμψης στις ΗΠΑ, απειλώντας την επανεκλογή του, ενώ τις τελευταίες μέρες εξέφρασε με έναν ασυνήθιστα άμεσο τρόπο τις ανησυχίες του για τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης. Όπως υποστηρίζεται, για τώρα, η Ευρώπη συνεχίζει το σκληρό παιχνίδι με την Ελλάδα, ενώ το σχέδιο διάσωσης για την Ισπανία παρέχει τη δυνατότητα στους Ευρωπαίους ηγέτες να διατηρήσουν την σκληρή γραμμή έναντι της Ελλάδας.
Τέλος, σε άλλο δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας υποστηρίζεται ότι η Γερμανία, ακόμη και εάν ήθελε, αδυνατεί να σώσει την Ευρώπη, και όσοι εμμένουν σ' αυτήν την άποψη υπερεκτιμούν τη δύναμή της, ενώ υποτιμούν τα προβλήματα της Ευρώπης. Όπως σημειώνεται, η ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία δεν θα οδηγούσε απαραίτητα και στην στήριξη τής ανάπτυξης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.