«Δεν χτυπώ ποτέ πρόσωπα, αλλά τα χρησιμοποιώ ως μεγεθυντικούς φακούς για να καταδείξω επερχόμενες καταστάσεις», έγραφε το 1888 ο αναμφίβολα σημαντικότερος φιλόσοφος της Δύσης, Φρίντριχ Νίτσε.
Με αυτόν τον τηλεγραφικού ύφους αφορισμό του έδειχνε πως αν θέλουμε να κατανοήσουμε ένα φαινόμενο, οφείλουμε να διαγνώσουμε, με τον τρόπο ενός φυσιολόγου ή ανατόμου της ιστορίας, όχι τα άτομα και τις εκάστοτε πράξεις τους, αλλά τις λογικές και τα συστήματα σκέψης πίσω από αυτά, τους ψυχικούς τόνους και τις δυνάμεις που τα κινούν, ωθώντας τα να πράξουν όπως πράττουν.
Τότε και μόνον τότε θα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε πραγματικά πράξεις κατά τα φαινόμενα απονενοημένες, οι οποίες όμως, αν εξεταστούν εις βάθος, αποδεικνύονται απολύτως λογικές και συνεπείς ως προς το υπόστρωμα που τις πυροδότησε.
Με αυτό το σκεπτικό, οφείλουμε να αναρωτηθούμε: τι ακριβώς συνέβη σήμερα το πρωί στα πλατώ του ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού όπου διεξήχθη ο πρώτος μετεκλογικός και συνάμα ο πρώτος προεκλογικός αγώνας θανάτου μεταξύ των δύο ιδεολογικά άσπονδων εχθρών του ελληνικού κοινοβουλίου;
Ας ξεκινήσουμε με μία παρατήρηση αισθητικής τάξεως η οποία, μια και η περιώνυμη σκηνή έλαβε χώρα σε τηλεοπτικό πλατώ, μας παραπέμπει αυτόματα στο βασίλειο της έβδομης τέχνης:
Ο εκπρόσωπος του ακροδεξιού κόμματος – του οποίου το όνομα παρεπιμπτόντως θυμίζει έντονα offshore εταιρία στα νησιά Cayman ή καλύτερα κιτς συγκρότημα ενοικιαζόμενων δωματίων της δεκαετίας του ογδόντα για κακόγουστους λουόμενους συνταξιούχους – με αυτήν του τη χειρονομία προσέθεσε μία ακόμη ιστορική σεκάνς στη μακρά φιλμική παράδοση που θέλει τον σκληροτράχηλο άντρα να βουλώνει μια και καλή το στόμα της αυθάδους γλωσσοκοπάνας, αφήνοντας για ενθύμιο το περίγραμμα της παλάμης του στο τρυφερό μάγουλο του θήλεως. Τα αίματα ανάβουν, αυτή εξαγριώνεται με εκείνη την αίσθηση ξανάμματος στο πρόσωπό της, η οποία συνιστά ένδειξη ψυχικής αναστάτωσης, αλλά το δίχως άλλο και κατεπνιγμένου σεξουαλικού ερεθισμού.
Μην πλανάστε! Αυτό που παρακολουθήσαμε από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες δεν ήταν σκηνή βίας, αλλά βαθιά ερωτική σκηνή βγαλμένη από τα σπλάγχνα του soft ερωτικού κινηματογράφου. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την αριστουργηματική ταινία της Λιλιάνα Καβάνι με τίτλο Ο θυρωρός της νύχτας, όπου η παλιά κρατούμενη σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Σαρλότ Ράμπλινγκ συναντά τυχαία σε βιεννέζικο μπαρόκ ξενοδοχείο τον πρώην ναζιστή βασανιστή της Ντερκ Μπόγκαρτ, αναπτύσσοντας μεταξύ τους μία ιδιαίτερη σεξουαλική σαδομαζοχιστική σχέση.
Το θύμα αφήνεται εθελούσια στα τρυφερά βασανιστήρια στα οποία το υποβάλλει ο θύτης του, αποδεικνύοντας έτσι ότι ο ένας δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τον άλλο. Εν τέλει, και οι δύο (η αριστερή και ο δεξιός) επιβεβαιώνουν το ρόλο τους, η μεν ως ιστορικά κατατρεγμένη και ο δε ως αδυσώπητος διώκτης. Η τάξη έχει για άλλη μία φορά αποκατασταθεί και όλοι είναι ευτυχείς που αυτή διεστραμμένη σχέση θα αντέξει στο χρόνο!
Υπάρχει όμως και άλλη μία όψη, ψυχαναλυτικής τάξεως (προσήκουσα στην ιατρική ματιά του γράφοντος μαύρου τετράποδου), που αξίζει να σημειωθεί και η οποία αναμένεται να προσφέρει ατέλειωτα κύματα ηδονικής απόλαυσης στην ανά τη χώρα εθνικιστική λεβέντικη νεολαία που βλέποντας τον εκπρόσωπό τους να ορθώνει το ανάστημά του και να την πλακώνει στις γρήγορες, θα πρέπει να ανέκρωξε από ανακούφιση: «Καλά τις έκανε! Χρειαζόταν κι άλλες φάπες».
Εδώ τα πράγματα είναι απλούστατα:
Τι συμβαίνει όταν φέρνεις αντιμέτωπους μία γυναίκα ευνουχίστρια σαν την ρητορικά δεινή αριστερή πολιτικό που τις έφαγε και έναν λάβρο, αλλά άπειρο νέο άνδρα με πολλά τικ (τα οποία ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν από τη δεύτερη ή τρίτη δημόσια εμφάνισή του) που με στεντόρεια φωνή διατρανώνει τα «πιστεύω» της παράταξής του και ο οποίος έχει ήδη εξαρχής απειληθεί με (συμβολικό πάντα) ευνουχισμό από την αβυσσώδη, αδηφάγο αγκαλιά του Φαλλικού Ηγέτη/Συμβολικού Πατέρα του;
Ο συνδυασμός είναι εκρηκτικός. Διότι, ο τρόμος μπροστά στο φόβο της απώλειας του φαλλού, όπως μπορεί κανείς να πληροφορηθεί από τον ομοιπαθούντα (όπως ο ίδιος έχει πολλάκις ομολογήσει σε διάφορα σημεία του έργου του) πατέρα της ψυχανάλυσης Φρόυντ, είναι για το μικρό αγόρι κάτι που δεν ξεπερνιέται εύκολα, για να μην πούμε ότι δεν πρόκειται να ξεπεραστεί ποτέ!
Εις το εξής, αυτόν τον απολεσθέντα, ήδη πάντοτε εκχωρημένο συμβολικό φαλλό θα τον αναζητά αγωνιωδώς μέσω εξίσου συμβολικών πράξεων επανάκτησής του (σφαλιάρες και κλωτσοπατινάδες). Πρόσκαιρα, θα έχει την αίσθηση ότι τα «πράγματα» επανήλθαν στη θέση τους για να βυθιστεί και πάλι στην κεκαλυμμένη απόγνωση.
Όσο για την ευνουχίστρια γυναίκα, αυτή βρήκε μία ακόμη αφορμή για να επιδεικνύει το φαλλό της αδιακρίτως. Από αυτήν την άποψη, οφείλουμε να δείξουμε άπειρη κατανόηση στο βασανισμένο νέο...