Το τελευταίο διάστημα ένας άλλος, ξεχασμένος, πολιτικός λόγος μοιάζει να ξεχύνεται μέσα από τα εγχώρια έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ως απόρροια μιας γενικότερης ανόδου των ακροδεξιών κινημάτων στην Ευρώπη.
Ένας λόγος που, εκμεταλλευόμενος την παραπαίουσα κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της Ελλάδας (ανεργία, εγκληματικότητα, φόβος επικείμενης κατάρρευσης, ξενοφοβία), προκαλεί τη σαγήνη ή την αποστροφή, μέσω μιας «αγριεμένης» προπαγανδιστικής ρητορικής που στοχεύει κατευθείαν στο θυμικό του αποδέκτη της, παρακάμπτοντας κάθε λογική διεργασία.
Πρόκειται για μία μορφή προτρεπτικού πολεμικού λόγου της άμεσης δράσης και της εκτάκτου ανάγκης, που έλκει την καταγωγή από τον πατέρα του σύγχρονου πολιτικού μάρκετινγκ, Γιόζεφ Γκαίμπελς και αποτελεί τη βάση όλης της σύγχρονης μεταπολεμικής πολιτικής ρητορικής, σοσιαλιστικής ή ακόμη και κομμουνιστικής. Ζητούμενο; Ο μετασχηματισμός των ατόμων σε δυνάμει πολεμιστές, έτοιμους να θυσιαστούν στο βωμό ενός κοινού πεπρωμένου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στην ελληνική αρχαιότητα, οι προτρεπτικοί λόγοι εκφωνούνταν ενώπιον των πολεμιστών πριν τη μάχη, εν είδει λεκτικού ντοπαρίσματος...
Σεξουαλικότητα και φασιστική ιδεολογία
«Ο φασισμός είναι ένας πολύ σοβαρός και ύπουλος κίνδυνος. Δεν μπορεί να τον πραγματευτεί κανείς με απλές αναλογίες. [...] Ο φασισμός είναι ένα αντικείμενο που μας υποχρεώνει να τον στοχαστούμε κυριολεκτικά, αναλυτικά, πολιτικά».
Έτσι απευθυνόταν στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας Λε Μοντ το 1976 ο Γάλλος σημειολόγος και θεωρητικός της λογοτεχνίας Ρολάν Μπαρτ σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Αφορμή; Η προβολή στις παρισινές κινηματογραφικές αίθουσες της περίφημης ταινίας του Ιταλού σκηνοθέτη Πιερ-Πάολο Παζολίνι με τίτλο «Σαλό». Θέμα της ταινίας; Τέσσερις Ιταλοί φασίστες, εκπρόσωποι των βασικών μορφών εξουσίας (κοινωνικής, πολιτικής, θρησκευτικής και δικαστικής), κλείνονται σε ένα παλάτι της βόρειας Ιταλίας του 1944, την επομένη της πτώσης του Μπενίτο Μουσολίνι, με σκοπό να επιδοθούν απρόσκοπτα στις ακραίες αιμομικτικές, σαδομαζοχιστικές ακόμη και κοπρολαγνικές ορέξεις τους. Θύματα της απάνθρωπης βιαιότητάς τους δεκαοκτώ «επίλεκτοι» νέοι και νέες, που είχαν απαχθεί από τις οικογένειές τους γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό.
Προς τι όμως η προειδοποίηση του Ρολάν Μπαρτ; Τι «είδε» ο Γάλλος διανοούμενος στην εν λόγω ταινία, το οποίο είχε διαφύγει της προσοχής των περισσοτέρων; Μα πολύ απλά, το γεγονός ότι ο Παζολίνι επέλεξε να ταυτίσει με τρόπο απλοϊκό και απερίσκεπτο το πολιτικό φασιστικό σύστημα με τη σεξουαλική διαστροφή, ως εάν το ένα να συνεπαγόταν το άλλο.
Πράγματι, είναι δυνατόν να υπάρχει φασισμός στις ποικίλες μορφές σεξουαλικής διαστροφής, είναι δυνατόν η επιθυμία να επιβάλλεται με φασιστικό τρόπο στο σεξουαλικό παρτενέρ, όπως επίσης είναι εξίσου δυνατόν ένας φορέας της φασιστικής ιδεολογίας να είναι και σεξουαλικά διεστραμμένος. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι το ένα συνεπάγεται αναγκαστικά το άλλο. Η σεξουαλική διαστροφή μπορεί να ευδοκιμήσει σε κάθε λογής κρεβατοκάμαρες ανεξαρτήτως πολιτικών αποχρώσεων – ακροαριστερές, αριστερές, κεντροαριστερές, κεντροδεξιές, δεξιές, ακροδεξιές – και είναι μέγα λάθος να μειώνεις τον κίνδυνο του πραγματικού πολιτικού φασισμού σε μία σειρά αποκλινουσών σεξουαλικών συμπεριφορών.
Παρ' όλα αυτά, δεν είναι διόλου απίθανο να έχει όντως κάποια βάση η κινηματογραφική λογική του Παζολίνι και τούτο για ορισμένους λόγους που άπτονται των ψυχολογικών υποδομών του φασισμού, όπως αυτός αναπτύχθηκε ιδεολογικά και συμπεριφορικά ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα – εποχή κατά την οποία αναπτύχθηκε, ίσως όχι τυχαία, και η επιστήμη της ψυχανάλυσης, η οποία μοιάζει να γεννήθηκε για να εξηγήσει και να επιλύσει τέτοιου τύπου προβληματικές μορφές καθήλωσης και εκδήλωσης της επιθυμίας που μπορούν να γεννήσουν κάθε λογής φασισμούς.
Η φαντασίωση ενός ομοιογενούς, στρατιωτικοποιημένου σώματος
Από τα Ελεύθερα Σώματα (Freikorps), δηλαδή τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές μονάδες που έδρασαν κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και αποτέλεσαν τη βάση του ναζιστικού κινήματος, μέχρι το σώμα των SS, τα υπερμεγέθη μνημεία του αρχιτέκτονα και δεξιού χεριού του Χίτλερ, Άλμπρεχτ Σπέερ, και τις «μυθοποιητικές» προπαγανδιστικές κινηματογραφικές ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ, τις οποίες χρημοτοδοτούσε το γερμανικό Υπουργείο Δημόσιας Διαφώτισης και Προπαγάνδας υπό τον Γκαίμπελς, το όραμα του γερμανικού εθνικο-σοσιαλισμού μοιάζει το ίδιο και το αυτό: η μετατροπή των μεμονωμένων ατόμων, μέσω της εφαρμογής μελετημένων μεθόδων ψυχο-κοινωνικής μηχανικής, σε ένα ενιαίο, στέρεο, ομοιογενές σώμα εργατών-πολεμιστών ή, για να το πούμε διαφορετικά, σε μία θηριώδη μηχανή παραγωγής και καταστροφής κινούμενη προς την επίτευξη ενός κοινού, υψηλού σκοπού.
Έχει πράγματι χυθεί πολύ μελάνι γι' αυτήν τη φασιστική φαντασίωση ενός σώματος καθαρού, εξαγνισμένου από κάθε χαμερπή φυσική κλίση ή ροπή του. Ενός σώματος πλήρως ηθικοποιημένου και εμποτισμένου από τα υψηλά ιδανικά της φυλής, του αίματος και της γης ως ύστατης μήτρας. Κάθετί το σωματικό απορρίπτεται και απωθείται ως κάτι το ενοχλητικό, ως κάτι ρυπαρό που δεν ανταποκρίνεται στον υψηλό Στόχο.
Ως γνωστόν, όμως, ό,τι καταπιέζεται και απωθείται αναπόφευκτα επιστρέφει υπό διεστραμμένη μορφή και ψάχνει να βρει τρόπους να βγει προς τα έξω. Και σχεδόν πάντοτε βγαίνει. Αυτή ακριβώς η απονέκρωση του σώματος και των λειτουργιών του, μέσω της εκγύμνασης και της τελειοποίησής του, βρίσκεται στη βάση κάθε φασιστικού ιδεώδους, το οποίο βλέπουμε να αναπαράγεται και στη δική μας ελληνική «περίπτωση» με τις ομάδες φουσκωμένων μαυροφορεμένων στρατιωτών της εγχώριας ακροδεξιάς που παρελαύνουν στρατιωτικά συντεταγμένοι σε ένα κοινό σώμα-μηχανή, διαδηλώνοντας μία κοινή ταυτότητα και ένα κοινό σκοπό.
Η επινόηση ενός απόλυτου Εχθρού
Ζωολόγοι έχουν παρατηρήσει πως ορισμένα είδη πτηνών επιδίδονται σε ένα ιδιότυπο θέατρο, το οποίο αποδεικνύεται απολύτως ουσιώδες για τη διατήρηση της ομάδας και της οργάνωσής της: ακόμη και όταν δεν τελούν υπό το καθεστώς απειλής, επινοούν ένα φανταστικό εχθρό-εισβολέα, απέναντι στον οποίο τα μεμονωμένα μέλη της ομάδας συστρατεύονται, αναπτύσσοντας έτσι μία κοινή εμπειρία και συσφίγγοντας τους μεταξύ των δεσμούς. Εκγυμνάζονται στην ομοιογένεια και στη σύσφιξη της κοινωνικής συνοχής.
Η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού βρίσκεται στις απαρχές κάθε εκδοχής της φασιστικής ιδεολογίας, μη εξαιρουμένης και της ελληνικής περίπτωσης, η οποία καθόλου δεν πρωτοτυπεί αναπαράγοντας όλα τα στερεότυπα σχήματα εξόντωσης του Άλλου (του μετανάστη, του αλλόθρησκου κ.ο.κ.).
Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι ο εχθρός είναι πάντοτε ανυπόστατος ή αποκύημα νοσηρής φαντασίας. Το νοσηρό σε αυτή την περίπτωση έχει να κάνει με την παρανοϊκή μεγέθυνση και γενίκευση της απειλής, η οποία απαγορεύει την ορθολογική αντιμετώπιση του προβλήματος και οδηγεί σε ανεξέλεγκτες εξάρσεις βίας.
Άλλωστε, η ψυχανάλυση μας μαθαίνει πως χαρακτηριστικό της παράνοιας είναι ο άκρατος φόβος ο οποίος μεταμφιέζεται σε μανία καταδίωξης. Σε κάθε περίπτωση, ο Άλλος είναι σχεδόν πάντοτε το πρόσχημα που επιτρέπει στο άτομο να διαχειριστεί την προσωπική κρίση του και την προβληματική σχέση του με τον εαυτό του: ανίκανο να επιλύσει τη δική του προβληματική δομή που το απειλεί με αποδιοργάνωση, το άτομο στρέφει την ψυχική ενέργειά προς τα έξω, υπό μορφή επιθετικότητας, προκειμένου να εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ ψυχικής οργάνωσης και άρα τάξης στο χάος των εντάσεων που γεννά ο φόβος.
Περί νεοφασιστικής ρητορικής
Ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα των ανά τον κόσμο ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων είναι πως τα δημοκρατικά καθεστώτα, όπως αυτά έχουν αναπτυχθεί και διαμορφωθεί στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού, αποδεικνύονται φασιστικότερα του φασισμού, στο βαθμό που υποτάσσουν τους λαούς στην κυριαρχία του κεφαλαίου και των χρηματο-οικονομικών κριτηρίων του.
Ένα επιχείρημα ιστορικά καθόλου άστοχο, που έχει γίνει μάλιστα καραμέλα στο στόμα όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών, το οποίο όμως δεν είναι διόλου καινούργιο, καθώς απηχεί το – ήδη από τη δεκαετία του τριάντα – επιτακτικό αίτημα της συντριβής της αστικής κοινωνίας και του πολιτισμού της, η οποία μεταφράζει τα πάντα με κεφαλαιοκρατικούς όρους.
Εδώ, ακριβώς, ελλοχεύει ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος ενδεικτικός του δισυπόστατου ρόλου που διαδραματίζει ο πολιτικός λόγος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Έχοντας αποσπαστεί από τις αληθινές διαστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, ο πολιτικός λόγος, είτε προέρχεται από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, έχει καταστεί κενός νοήματος: τα σημαίνοντα που παράγει δεν ανταποκρίνονται σε πραγματικότητες, αλλά σε στατιστικά δείγματα που αντικατοπτρίζουν το εύρος και τη δύναμη της θεαματικοποιητικής λειτουργίας των media.
Ο πολιτικός, μιντιακά διαμεσολαβημένος, λόγος είναι ό,τι είναι οι δείκτες του χρηματιστηρίου για την οικονομία: δεν αντανακλούν πραγματικά δεδομένα (πραγματικό χρήμα), αλλά δυνάμει τιμές ικανές να προκαλέσουν την ευημερία ή την κατάρρευση. Δεν θα ήταν υπερβολικό, λοιπόν, να πει κανείς πως όπως ακριβώς κάνουμε λόγο για οικονομική κερδοσκοπία, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κάνουμε λόγο και για ρητορικο-πολιτική κερδοσκοπία. Σημασία έχει να λέγονται πράγματα, να διατηρείται η ροή του λόγου συνεχής. Όσο για το νόημα, ποιος νοιάζεται γι' αυτό;
Ας μην παραπλανάται όμως κανείς. Σε έναν άκρως εκτεχνολογισμένο και οικονομικά καθορισμένο κόσμο, η ιδεολογία, τα σύμβολα, η γραφική επίκληση αρχαϊκών μύθων περί φυλετικής καταγωγής και οι θεατρινίστικοι χαιρετισμοί δεν είναι παρά το κερασάκι στην τούρτα. Το γλάσο που απλά νοστιμεύει κατάτι τον κυρίως κορμό. Η λαϊκή νομιμοποίηση και η ενεργός εμπλοκή των (νεο)φασιστικών κομμάτων στα πολιτικά πράγματα θα σηματοδοτήσει αναπόφευκτα και την ιδεολογική έκπτωσή της. Η καπιταλιστική οικονομία ανέκαθεν υπήρξε ισχυρότερη της ιδεολογίας και αυτή η διαπίστωση δεν πρόκειται να διαψευστεί τώρα.
Και τούτο διότι υπάρχει ένας ενεργειακός διάβολος ονόματι «Καπιταλισμός», ο οποίος έχει την ικανότητα να κεφαλαιοποιεί τα πάντα, ακόμη και την ίδια του την κατάρρευση, να ενσωματώνει ακόμη και φαινόμενα αντίθετα προς αυτόν.
Το μόνο πρόβλημα, και πρόκειται για πραγματικά σοβαρό πρόβλημα, είναι ο ελεύθερος χώρος που ανοίγεται και προσφέρεται για δράση σε τυφλωμένους «επικίνδυνους» ανθρώπους και ανεξέλεγκτες ψυχολογίες, προκειμένου να ξεδιπλώσουν ελεύθερα την προβληματική δομή τους, την οποία έρχεται να νομιμοποιήσει άτυπα το νοσηρό κοινό αίσθημα ενός λαού σε αποσύνθεση. Ενός λαού σε παραλήρημα που πρέπει επειγόντως να καθίσει – και ίσως να μην ξανασηκωθεί ποτέ – στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι...