Η συγκλονιστική μαρτυρία του Justin McNulty, ενός Άγγλου πολίτη που απελάθηκε από την Αμερική μετά από 22 χρόνια ζωής στο Λ.Α.
Γεννήθηκα στο Μπράιτον από Αιγύπτια μητέρα και Σκοτσέζο πατέρα. Όταν ήμουν 12 η μητέρα μου αρρώστησε. Ο πατέρας μου μας είχε εγκαταλείψει και η μητέρα μου δεν μπορούσε να με φροντίσει, έτσι με έστειλε να μείνω με το θείο μου στο Χόλυγουντ. Δεν αποχαιρέτησα κανέναν. Δεν σκόπευα να μείνω στις ΗΠΑ - απλά δεν επέστρεψα ποτέ στην Αγγλία.
Όταν ήμουν 18, πήγα στο κολέγιο να σπουδάσω τέχνη. Μέχρι τότε δεν είχε προκύψει θέμα για την κατάστασή μου, αλλά όταν ζήτησαν τα χαρτιά της ιθαγένειάς μου άρχισα να σκέφτομαι ότι μπορεί και να μου ζητήσουν να φύγω απ’ τη χώρα. Παράτησα το κολέγιο και άρχισα να δουλεύω ως DJ και freelance εικονογράφος. Αποφάσισα ότι εφόσον έμενα μακριά από φασαρίες, θα ήμουν μια χαρά. Ο θείος μου κι η οικογένειά του είχαν έρθει στις ΗΠΑ ως μετανάστες και τώρα ήταν Αμερικανοί πολίτες. Υπέθεσα ότι μια μέρα το ίδιο θα γινόταν και με μένα.
Κάνα δυο χρόνια αργότερα, έκανα αίτηση για πράσινη κάρτα. Είπα στον υπάλληλο στο γραφείο μετανάστευσης ότι ήμουν εδώ σχεδόν δέκα χρόνια, ότι είχα έρθει από μικρό παιδί και ότι ήμουν ένας αξιοπρεπής, νομιμόφρων Αμερικανός. Μου έδωσε να υπογράψω ένα χαρτί εθελοντικής αναχώρησης στο οποίο συμφωνούσα να φύγω απ’ τη χώρα μέσα σε τρεις μήνες. Δεν έφυγα. Έμεινα στο Λος Άντζελες και συνέχισα τη ζωή μου.
Την επόμενη φορά που είχα νέα από το γραφείο μετανάστευσης ήταν 13 χρόνια αργότερα, στις 5 Μαΐου 2010, στις 5 το πρωί. Ήμουν στο κρεβάτι και κοιμόμουν με τη φίλη μου την Γκάμπι όταν μας ξύπνησε ένα χτύπημα στην πόρτα και το φως του φακού στο παράθυρό μου. Αμέσως κατάλαβα ότι ήταν η αστυνομία. Για να πω την αλήθεια, αισθανόμουν ανακουφισμένος,. Είχα κουραστεί να κρύβομαι και ήμουν βέβαιος ότι εάν μιλούσα στο σωστό πρόσωπο θα μου επέτρεπαν να μείνω. Είπα στην Γκάμπι ότι θα την έβλεπα αργότερα και ρώτησα τους αστυνομικούς αν μπορούσα να πάρω τα γυαλιά ηλίου πριν φύγω. Γέλασαν και είπαν: «Δεν θα χρειαστείς γυαλιά εκεί που πηγαίνεις». Νόμισα ότι αστειεύονταν.
Έπειτα οδηγήσαμε μέσα απ’ τους δρόμους του Λ.Α. για να μαζέψουμε κι άλλους. Όταν είδα ανθρώπους να κλαίνε και να αποχαιρετάνε τους δικούς τους άρχισα να σκέφτομαι ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο με 75 άντρες και έξι ώρες αργότερα μου έδωσαν ένα χαρτί που είχε τσεκαρισμένο το κουτάκι: «Απελαθής εδώ και δέκα χρόνια». Δεν μου επέτρεψαν να δω δικηγόρο. Με οδήγησαν στο αεροδρόμιο και με πήγαν αεροπορικώς σε ένα κέντρο κρατουμένων στο Νέο Μεξικό. Το αεροπλάνο ήταν θεοσκότεινο και τα πόδια και τα χέρια μου ήταν δεμένα με χειροπέδες. Την ώρα που προσπαθούσα να κατουρήσω, μούσκεψα τα ρούχα μου.
Το κέντρο κράτησης Otero Country είναι μια τεράστια αποθήκη μέσα στην έρημο. Μου έδειξαν το δωμάτιο: ένας θάλαμος 50 ατόμων με κρεβάτια-κουκέτες παραταγμένα στη σειρά και στους τέσσερις τοίχους, ένας φρουρός στη μία γωνία και πέντε ανοιχτές τουαλέτες και ντουζιέρες στην άλλη. Δεν υπήρχαν παράθυρα, μόνο το ζαλιστικό φως απ’ τις λάμπες αλογόνου και η φασαρία των ανδρών από διάφορες χώρες που φώναζαν, μάλωναν και έπαιζαν ντόμινο. Παρ' όλο που τότε δεν το ήξερα, αυτό θα ήταν το σπίτι μου για τους επόμενους τρεις μήνες.
Στην αρχή ήμουν αισιόδοξος ότι θα έβγαινα. Οι φίλοι μου στο Λ.Α. μάζεψαν 4.000 υπογραφές που απαιτούσαν να με αφήσουν ελεύθερο, τις οποίες έδειξα στο γραφείο απελάσεων. «Είμαι καλός στη δουλειά μου», είπε ο υπάλληλος, «θα κάνω ό,τι μπορώ για να βεβαιωθώ ότι απελάθηκες». Μετά από 22 χρόνια στο Λ.Α., τα πάντα είχαν τελειώσει.
Πέρασα τον υπόλοιπο διάστημα στο Otero σχεδιάζοντας, κυρίως αντιγράφοντας. Μας επέτρεπαν να βγαίνουμε έξω μόνο μία ώρα κάθε πρωί και η μόνη μου διασκέδαση ήταν να ακούω τα πουλιά και να βλέπω τον ουρανό μέσα από τα κάγκελα που κάλυπταν τον τοίχο της αυλής. Μερικές φορές ζήτησα να επισκεφτώ το γιατρό που ήταν σε διαφορετικό κτίριο και έπρεπε να περπατήσεις κάμποσο. Είδα δυο ηλιοβασιλέματα με αυτό το «κόλπο». Η Γκάμπι ήρθε να με επισκεφτεί και ζήτησα από δυο υπαλλήλους να μου επιτρέψουν να την αγκαλιάσω. Είπαν όχι, έτσι απλώσαμε τα χέρια μας πάνω στο γυαλί και κλάψαμε. Ήμασταν μαζί πέντε χρόνια. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.
Με απέλασαν στις 29 Ιουλίου 2010. Δεν έχει μείνει κανείς απ’ την οικογένειά μου στην Αγγλία, έτσι ήρθα να μείνω στο Μάντσεστερ με μερικούς τύπους που είχα γνωρίσει στο Λ.Α. δυο εβδομάδες πριν με συλλάβουν. Πρέπει να περάσουν 10 χρόνια για να μπορώ ακόμα και να κάνω αίτηση για βίζα να επισκεφτώ την Αμερική. Αυτή τη στιγμή ζω στο Λονδίνο, προσπαθώντας να χτίσω μια νέα ζωή. Κάνω πάλι τον DJ, κάνω μια ραδιοφωνική εκπομπή και έχω επαφή με τις ΗΠΑ μέσω ίντερνετ, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι ζω σε μια χώρα όπου δεν ξέρω κανέναν και αισθάνομαι ξένος. Άφησα τη ζωή μου στο Λ.Α. Αυτό είναι ακόμα το σπίτι μου.
Πηγή: Guardian