Ο τρόμος στο πρόσωπο του κοριτσιού που έτρεχε γυμνό στη μέση του δρόμου για να γλιτώσει ενώ οι Αμερικανοί ισοπέδωναν το χωριό της με βόμβες ναπάλμ άλλαξε την κρίση της παγκόσμιας κοινής γνώμης για τον πόλεμο του Βιεντάμ. Σαράντα χρονιά μετά η Kim Phuc μιλά για την ημέρα που στοίχειωσε τη ζωή της.
Ένα λεπτό στην αιωνιότητα του χρόνου στάθηκε αρκετό για το «κλικ» που θα ξεσήκωνε παγκόσμιο κίνημα κατά της επέμβασης των Αμερικανών στον πόλεμο του Βόρειου με το Νότιο Βιετνάμ, η οποία χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Στις 8 Ιουνίου 1972, ο φωτογράφος του Associated Press, Huynh Cong Ut, σήκωσε τη μηχανή του μπροστά στο πλήθος που έτρεχε πανικόβλητο να ξεφύγει από τις βόμβες ναπάλμ και αιχμαλώτισε την εικόνα που μπορούσε να περιγράψει πιο γλαφυρά από οποιοδήποτε ρεπορτάζ τη φρίκη αυτού του πολέμου. Ήταν η πρώτη φορά που φαινόταν ξεκάθαρα η θυσία του άμαχου πληθυσμού στο Βιετνάμ και η απαρχή της λήξης του πιο αμφισβητούμενου πολέμου στην σύγχρονη αμερικανική ιστορία.
Πίσω από την πιο διάσημη φωτογραφία του 20ού αιώνα, όμως, υπάρχει και μια συγκλονιστική προσωπική ιστορία. Η ιστορία της Kim Phuc.
«Άκουσα μια φωνή στρατιώτη ο οποίος ούρλιαζε: Πρέπει να φύγουμε αμέσως από εδώ! Θα ρίξουν βόμβες και θα πεθάνουμε όλοι μας! Πρέπει να φύγουμε... Γύρισα στον ουρανό και είδα τις κίτρινες και μοβ ουρές καπνού να τυλίγουν τον ναό Cao Dai όπου κρυβόταν τρεις μέρες τώρα η οικογένειά μου. Τα στρατεύματα των νότιων συγκρούονταν με τους βόρειους για τον έλεγχο του χωριού. Αυτό το έμαθα αργότερα. Τότε δεν καταλάβαινα πολλά. Είδα ξαφνικά ένα αεροπλάνο να έρχεται με τρομακτικό θόρυβο και να πετάει κάτι σαν μεγάλα αυγά προς το μέρος μου», θυμάται η 49χρονη σήμερα Kim και περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις σκέψεις που πέρασαν εκείνη τη στιγμή από το μυαλό της.
«Το αριστερό μου χέρι έπιασε φωτιά. Πονούσα φρικτά. Ο πόνος τρυπούσε το δέρμα και τους μύες μου. 'Θα είμαι μια ζωή άσχημη. Δεν θα είμαι ποτέ ξανά φυσιολογική', σκέφτηκα και άρχισα να πετάω τα ρούχα από πάνω μου».
Άρχισε να τρέχει πίσω από τον μεγαλύτερο αδερφό της. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο μπροστά της. Δεν έβλεπε τους πολεμικούς ανταποκριτές των ξένων media που είχαν μαζευτεί ακριβώς απέναντί της. Έτρεχε, έκλαιγε και ούρλιαζε. Και κάποια στιγμή λιποθύμησε.
Ο 21χρονος Βιετναμένος φωτογράφος Huynh Cong Ut πήρε το 9χρονο κοριτσάκι στα χέρια, μπήκε στο αυτοκίνητο και έτρεξε στο πιο κοντινό νοσοκομείο. Οι γιατροί του είπαν ότι ήταν πολύ αργά για το κορίτσι. Κούνησε επιδεικτικά μπροστά τους την κάρτα που επιβεβαίωνε πως δούλευε για αμερικανικά ΜΜΕ και απαίτησε από τους γιατρούς να κάνουν τα αδύνατα δυνατά.
«Έκλαψα όταν την είδα να τρέχει. Όταν λιποθύμησε μπροστά μου σκέφτηκα πως εάν κάτι συνέβαινε και πέθαινε αυτό το κορίτσι θα έπρεπε να αυτοκτονήσω», λέει σήμερα ο Ut, ο αδερφός του οποίου ήταν επίσης απεσταλμένος του AP και είχε σκοτωθεί στο νοτιοδυτικό Βιετνάμ.
Όταν έστειλε τη φωτογραφία του κοριτσιού στο πρακτορείο ειδήσεων φοβήθηκε πως δεν θα δημοσιοποιηθεί ποτέ λόγω της αυστηρής πολιτικής του για το γυμνό στις φωτογραφίες. Ο υπεύθυνος για το τμήμα των φωτογραφιών, Horst Faas, από την πρώτη κιόλας ματιά κατάλαβε αυτή θα ήταν η εξαίρεση του κανόνα. Μια εξαίρεση που τιμήθηκε με το βραβείο Pulitzer.
Το κοριτσάκι είχε μεταφερθεί σε κινητή νοσοκομειακή μονάδα των Αμερικανών στη Σαϊγκόν. «Δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν. Ξύπνησα και πονούσα πολύ. Ενιωθα μέσα μου έναν φρικτό τρόμο. Είχα υποστεί εγκαύματα τρίτου βαθμού σε όλο τον σώμα, εκτός από το πρόσωπο. Κάθε πρωί στις 8, οι νοσοκόμες με έβαζαν σε καυτό μπάνιο και έτριβαν το καυτό δέρμα να ξεκολλήσει από πάνω μου. Εκλαιγα και όταν δεν άντεχα άλλο λιποθυμούσα», θυμάται η Kim η οποία με τον καιρό είδε τα τραύματα στο σώμα της να επουλώνονται.
Δεκατρείς μήνες μετά πήρε το εξιτήριο και επέστρεψε στο χωριό της. Ήταν διάσημη σε όλο τον κόσμο αλλά όχι στον τόπο της. Η ζωή συνεχιζόταν κανονικά κι επίπονα. Επειδή η οικογένειά της δεν είχε χρήματα για φάρμακα, το κορίτσι υπέφερε από έντονους πονοκεφάλους και πόνους σε όλο της το κορμί.
Καθώς ο χρόνος περνούσε, η έφηβη πλέον Kim διάβαζε μέρα νύχτα για να γίνει γιατρός. Το όνειρό της τελείωσε όταν οι στρατιωτικοί κατάλαβαν την δύναμη της φωτογραφίας εκείνης και την αξία που μπορεί να είχε το «κορίτσι των ναπάλμ» για την κομμουνιστική προπαγάνδα. Την υποχρέωσαν να φύγει από το πανεπιστήμιο και να γυρίσει στο χωριό της προκειμένου να δώσει αμέτρητες κατευθυνόμενες συνεντεύξεις.
«Ήθελα να ξεφύγω από εκείνη την φωτογραφία. Είχα καεί από τις βόμβες και ήμουν θύμα ενός πολέμου αλλά τώρα γινόμουν ξανά ένα άλλου είδους θύμα. Η καρδιά μου ήταν ακριβώς σαν ένα φλιτζάνι μαύρου καφέ. Ευχόμουν να είχα πεθάνει σε εκείνη την επιδρομή μαζί με τον ξάδερφό μου και με τους συμπατριώτες στρατιώτες μου. Δεν ήθελα να ζω άλλο. Ήταν πολύ δύσκολο γα μένα να διαχειριστώ το μίσος, τον θυμό και την πίκρα μου», καταθέτει σήμερα η Kim η οποία βρήκε ηρεμία σε μια Βίβλο που έπεσε τυχαία στα χέρια της καθώς έψαχνε στα ράφια μιας βιβλιοθήκης.
Εντελώς ξαφνικά μια μέρα ο πρωθυπουργός του Βιετνάμ, συγκινημένος από το προσωπικό της δράμα, την έστειλε για σπουδές στην Κούβα.
Το 1992 επιστρέφοντας από τον μήνα του μέλιτος στη Ρωσία το έσκασε μαζί με τον σύζυγο της και ζήτησαν πολιτικό άσυλο στον Καναδά. Η Kim Phuc ήταν επιτέλους ελεύθερη.
Σήμερα μπορεί να λέει σε όλο τον κόσμο την ιστορία της με τα δικά της λόγια και να μιλά για τη φρίκη του πολέμου σαν Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως των Ηνωμένων Εθνών.