Σαουλίκο ήταν το όνομα μιας παραλιακής ταβέρνας λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Κάθε Κυριακή (η αργία του Σαββάτου είχε καταργηθεί με νόμο το 1924 ως «εβραϊκή») ο Ρόμπυ Βαρσάνο πήγαινε εκεί, ως το 1940, με συγγενείς και φίλους για να διασκεδάσουν και να ακούσουν τη Βέμπο, που του άρεσε πολύ.
Αυτός είναι και ο καμβάς της ιστορίας που αφηγούνται ο δημοσιογράφος Πάνος Μπαΐλης και ο Σάμμυ Βαρσάνο με πρωταγωνιστή έναν Ελληνα Εβραίο της Θεσσαλονίκης, τον άνθρωπο που επέζησε από την κόλαση του Αουσβιτς και το 1957 στην πλατεία Ελευθερίας αναγνώρισε τυχαία μέσα στο πλήθος τον «διαβολικό Μαξ Μέρντεν», τον άνθρωπο που εφάρμοσε την «τελική λύση» στη Θεσσαλονίκη της κατοχικής Γερμανίας.
Ο Ρόμπυ φώναξε την αστυνομία να τον συλλάβει, όπως και έγινε. Ομως η Γερμανία δε θα δεχόταν τους Ελληνες μετανάστες και δε θα έδινε ένα δάνειο πολλών εκατομμυρίων αν δεν τον άφηναν ελεύθερο. Αλλά και η αγαπημένη του πόλη -η Θεσσαλονίκη- είχε πολλούς παρακρατικούς, καταδότες, αγιορείτες μοναχούς, εκβιαστές, μαυραγορίτες, παλικαράδες που είχαν κερδίσει πολλά ως συνεργάτες των ναζί.
Ο Ρόμπυ είχε χιλιάδες ιστορίες να διηγηθεί στους συμπολίτες του για όσους είδε να χάνονται στο Άουσβιτς. Αλλά το Σαουλίκο είχε εξαφανιστεί μαζί με τους θαμώνες του. Είχε μείνει μόνος με τον αριθμό 115.365, που δε θα σβηνόταν ποτέ από το αριστερό του μπράτσο.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ισνάφι με πρόλογο του Τριαντάφυλλου Μηταφίδη.