Το κακό σενάριο, θέλει την Ευρωζώνη να καταστρέφεται αν η ισπανική κρίση επιταχυνθεί και δεν συγκροτηθεί κυβέρνηση στην Ελλάδα μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Το σενάριο αυτό, μάλιστα, είναι απολύτως ρεαλιστικό. Εξίσου ρεαλιστικό είναι, όμως, και το καλό σενάριο, αυτό της επανεκκίνησης μιας ισχυρής Ενωσης, για τέσσερις πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Οπως γράφει ο Μπερνάρ Γκετά στη «Liberation», το καλό σενάριο είναι ρεαλιστικό για τους εξής τέσσερις λόγους:
Κατά αρχάς έχουν ήδη διαφανεί οι όροι του συμβιβασμού ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, ανάμεσα στην αναγκαία εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και την αναγκαία ανάκαμψη.
Δεν είναι μόνον ότι το Παρίσι και το Βερολίνο συμφωνούν στην αύξηση του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και στη χρηματοδότηση μελλοντικών επενδύσεων από ευρωπαϊκά δάνεια. Είναι κι ότι διαφαίνεται, ήδη, ο τρόπος με τον οποίον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συμβάλει στην ανάπτυξη, όπως και ο τρόπος με τον οποίον η Ευρώπη θα εγγυηθεί τα εθνικά δάνεια των μελών της, χωρίς να παραβιαστούν οι κόκκινες γραμμές της Γερμανίας: η τροποποίηση του καταστατικού της Κεντρικής Τράπεζας και η από κοινού ανάληψη της ευθύνης για τα ευρωπαϊκά χρέη.
Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να δανείζει απευθείας τα εθνικά κράτη, καθώς με πρωτοβουλία της Γερμανίας περιελήφθη τέτοια απαγόρευση στις συνθήκες. Κι αυτό έγινε λόγω του φόβου ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα των πιο «απείθαρχων» χωρών θα προκαλούσαν έναν ευρωπαϊκό πληθωρισμό, για τον οποίο θα πλήρωναν όλοι. Ο φόβος αυτός ήταν θεμιτός. Έχουμε φτάσει, όμως, στο σημείο, η ΕΚΤ να δανείζει τις ιδιωτικές τράπεζες με μηδενικό σχεδόν επιτόκιο, για να δανείσουν στη συνέχεια οι τράπεζες τα κράτη με ένα επιτόκιο που μόνο συμβολικό δεν είναι. Το αποτέλεσμα είναι τα πιο αδύναμα κράτη να αποδυναμώνονται ακόμη περισσότερο, αποδυναμώνοντας με τη σειρά τους ολόκληρη την Ευρώπη.
Η άλλη παρέκκλιση της λειτουργίας της Ευρώπης είναι ότι τα κράτη- μέλη δεν μπορούν να δανειστούν από κοινού ώστε να επιτύχουν καλύτερα επιτόκια, αφού και πάλι η Γερμανία φοβάται ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε χαλάρωση των μέτρων λιτότητας. Ούτε αυτός ο φόβος είναι παράλογος– οδηγεί, όμως, στην αποσύνθεση της Ευρώπης.
Ο κύκλος στον οποίο γίνεται η συζήτηση μοιάζει φαύλος, αλλά υπάρχουν δύο διέξοδοι. Πρώτον, η ΕΚΤ θα μπορούσε να δανείσει τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, που με τη σειρά του θα δάνειζε τα πιο εύθραυστα κράτη με πολύ χαμηλό επιτόκιο και συλλογικό έλεγχο. Δεύτερον, τα κράτη θα μπορούσαν να συνδιαχειριστούν τα δάνειά τους που προορίζονται για την κάλυψη του μέρους του χρέους που επιτρέπεται από τις συνθήκες, δηλαδή του 60% του ΑΕΠ.
Με τον τρόπο αυτό, σημειώνει ο Γκετά, θα μπορούσαν να πάρουν μια ανάσα τα εύθραυστα κράτη, αντί να βυθίζονται όλο και περισσότερο στην ύφεση. Αυτές είναι οι δύο ιδέες πάνω στις οποίες εργάζονται αυτή τη στιγμή το Παρίσι και το Βερολίνο.
Ο δεύτερος λόγος που μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι η καταστροφή δεν είναι αναπόφευκτη είναι ότι κανείς δεν θέλει να βυθιστούν οι Ευρωπαίοι στο χάος, αφού κάτι τέτοιο θα αποσταθεροποιούσε την παγκόσμια οικονομία.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θέλουν να παραμείνουν στο ευρώ και ότι Γαλλία και Γερμανία εμφανίζονται διατεθειμένες να δεχθούν τη χαλάρωση ορισμένων μέτρων λιτότητας με αντάλλαγμα την υποστήριξη της Ένωσης.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι η Ισπανία, παρά τις δυσκολίες της και την κατάσταση των τραπεζών της, δεν βρίσκεται κοντά στη στάση πληρωμών. Θα μπορούσε, βέβαια, να καταλάβει ένας πανικός τους καταθέτες, αλλά κάτι τέτοιο προς το παρόν δεν διαφαίνεται.
Με άλλα λόγια, η κατάρρευση δεν αποκλείεται. Αν όμως η Ευρώπη περάσει τη δοκιμασία, θα βγει απ'όλη αυτή την περιπέτεια ισχυρότερη.
Το κακό σενάριο, ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει και μάλιστα είναι εξίσου ρεαλιστικό: Για να καταρρεύσει η Ευρωζώνη και να παρασύρει μαζί της την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα ήταν αρκετό να επιταχυνθεί η ισπανική κρίση πριν από τις 17 Ιουνίου, οπότε θα διεξαχθούν εκλογές στην Ελλάδα και ο δεύτερος γύρος των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία.
Σε μια τέτοια θύελλα που θα απειλούσε να εξαπλωθεί ταχύτατα στην Ιταλία, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα βρίσκονταν με την πλάτη στον τοίχο, καθώς ο Φρανσουά Ολάντ δεν θα διέθετε ακόμη μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η Ελλάδα δεν θα διέθετε μια εκλεγμένη κυβέρνηση για να διαπραγματευτεί με τους εταίρους της. Η ευρωπαϊκή ενότητα, σε αυτό το σενάριο, θα περνούσε μια κρίσιμη δοκιμασία.