Ακόμα και τα... ψιλά άρχισαν να μετράνε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, προκειμένου να έχουν την ακριβή εικόνα των αντοχών του Προϋπολογισμού για το επόμενο δίμηνο, πολύ περισσότερο εν όψει των σκληρών- σε κάθε περίπτωση- διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους για το Μνημόνιο.
Αν και δεν υπάρχει σενάριο εργασίας, που προβλέπει έξοδο από το ευρώ, οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών έχοντας την εμπειρία των προηγούμενων διαπραγματεύσεων με τη Τρόικα, γνωρίζουν πολύ καλά ότι στο διάστημα που η όποια κυβέρνηση θα συζητά για την αλλαγή όρων του Μνημονίου- πόσο μάλλον για την ανατροπή του- θα «παγώσει» η χρηματοδότηση άρα η κάλυψη των εσωτερικών αναγκών θα γίνεται αποκλειστικά και μόνο από ίδιους πόρους.
Αυτή τη στιγμή, τα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού ανέρχονται στα 15,587 δισ ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι προσδοκώνται άλλα 39,362 δισ ευρώ έως το τέλος του έτους. Αντιστοίχως, οι πρωτογενείς δαπάνες- που αφορούν κυρίως σε μισθούς, συντάξεις, επιχορηγήσεις ασφαλιστικών ταμείων- συγκρατήθηκαν με τη συμπλήρωση του 4μηνου στα 16,319 δισ ευρώ, κάτι που σημαίνει πρακτικά έως το τέλος του έτους απομένουν προς πληρωμή άλλα 31,366 δισ ευρώ.
Κι αν φαινομενικά διασφαλίζεται πλεόνασμα, μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Κατ' αρχήν όλα τα παραπάνω στοιχεία αφορούν μόνο στον Κρατικό Προϋπολογισμό και δεν συνυπολογίζονται έσοδα- δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, δηλαδή ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και Ταμείων.
Συνολικά, με βάση τις τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ, οι δαπάνες- συνυπολογιζομένων των τόκων- για το 2012 υπολογίζονται στο 49,5% του ΑΕΠ δηλαδή στα περίπου 101 δισ ευρώ, όταν τα έσοδα δεν θα ξεπεράσουν το 42,2% δηλαδή τα 86 δισ ευρώ. Ωστόσο, ακόμα κι αν δεχόταν κανείς ότι τη... δύσκολη ώρα, οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών θα έκοβαν όλα τα περιττά και θα πλήρωναν τα απολύτως αναγκαία (μισθούς, συντάξεις, Ταμεία), κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αυτή τη στιγμή ότι η ροή των εσόδων θα είναι η προσδοκώμενη, όπως άλλωστε φαίνεται και στη διευρυνόμενη «τρύπα» που ξεπέρασε ήδη τα 400 εκατομμύρια ευρώ.
Το πρόβλημα που καλούνταν εξαρχής να αντιμετωπίσουν οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, είχε να κάνει με τους φιλόδοξους στόχους των φορολογικών εσόδων, που είναι δυσανάλογοι υψηλοί σε σχέση με τις προοπτικές της πραγματικής οικονομίας.
Η εξίσωση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη εάν προσθέσει κανείς τους ξεχαρβαλωμένους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς, ενώ και η πολιτική αβεβαιότητα αναμφίβολα καλλιεργεί μια χαλαρότητα τόσο στις υπηρεσίες όσο και στους πολίτες ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους.
Και εδώ βέβαια ανακύπτει το ερώτημα με ποιου πρωτοβουλία και απόφαση επιλέχθηκε να «παγώσει» η αποστολή των εκκαθαριστικών του ΕΤΑΚ και του ΦΑΠ, αλλά και οι πρώτες δόσεις του Τέλους Ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, τα οποία αμφότερα θα ενίσχυαν τα ταμειακά διαθέσιμα του Προϋπολογισμού σε μια κρίσιμη καμπή...