Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως τροποποιήθηκε το 1986, τη δυνατότητα να επιλέξει ο ίδιος, χωρίς να χρειάζεται καν να δώσει εξηγήσεις, τον πρωθυπουργό της χώρας.
Αυτό φυσικά γίνεται μόνο στην περίπτωση που απαιτηθεί ο σχηματισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης για να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές. Και μόνον όταν αυτό προκύπτει από την διαπίστωση ότι οι προηγούμενες εθνικές εκλογές δεν δίνουν κυβέρνηση που να μπορεί να εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη των 151 βουλευτών.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση και ενώ εκκρεμεί ακόμη η ανάθεση διερευνητικής εντολής στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο θεωρείται εξαιρετικά πιθανό ότι θα ακολουθήσει και σύσκεψη πολιτικών αρχηγών υπό τον Κάρολο Παπούλια για την συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ανάγκης.
Σε περίπτωση που ούτε αυτό καταστεί εφικτό, τότε το Σύνταγμα ορίζει ότι υπηρεσιακός πρωθυπουργός μπορεί να οριστεί ένας από τους τρεις προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται αντίστοιχα για την κυρία Ρένα Ασημακοπούλου, τον κ. Παναγιώτη Πικραμένο και τον κ. Ιωάννη Καραβοκύρη.
Παρά το γεγονός ότι οι προθέσεις του προέδρου δεν έχουν γίνει -φυσιολογικά άλλωστε γνωστές- φαβορί για τη θέση του πρωθυπουργού θεωρείται η κυρία Ασημακοπούλου. Κι αυτό για δύο λόγους:
- Είναι μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει η Ελλάδα γυναίκα πρωθυπουργό, έστω και υπηρεσιακή.
- Ο Αρειος Πάγος έχει μαζί του την παράδοση καθώς και την προηγούμενη φορά, το 1990, υπηρεσιακός πρωθυπουργός, που οδήγησε τη χώρα σε εκλογές, διετέλεσε ο τότε πρόεδρός του Ιωάννης Γρίβας.
Ανεξαρτήτως αυτών, τα γραφεία στοιχημάτων του Λονδίνου δίνουν απόδοση 2,75 για την κυρία Ασημακοπούλου, 3,5 για τον κ. Πικραμένο και 4,75 για τον κ. Καραβοκύρη.
Who is Who
Ρένα Ασημακοπούλου, πρόεδρος Αρείου Πάγου
Γεννήθηκε στην κοινότητα Χατζή Πυλίας Μεσσηνίας το 1946. Eλαβε απολυτήριο εξαταξίου γυμνασίου το 1964. Την ίδια χρονιά εισήχθη στη Νομική Σχολή Αθηνών. Μετά την αποφοίτηση της, διορίσθηκε το 1969, βοηθός Εισηγητού Δικαστού και υπηρέτησε στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας.
Το 1972 έλαβε μέρος ως βοηθός εισηγητού στις οικείες εξετάσεις και διορίσθηκε δικαστικός πάρεδρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Στη συνέχεια προήχθη:
Το 1974 στο βαθμό του πρωτοδίκη και υπηρέτησε στα Πρωτοδικεία: Μεσολογγίου, Πατρών, Κορίνθου και Αθηνών,
Το 1985 στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και υπηρέτησε στα Πρωτοδικεία Σπάρτης και Αθηνών,
Το 1990 στο βαθμό του Εφέτη και υπηρέτησε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης στο τμήμα ενοχικού και εμπορικού δικαίου και στο Εφετείο Αθηνών στο τμήμα ενοχικού και εμπορικού δικαίου και σε τμήμα βουλευμάτων,
Το 2003 στο βαθμό του προέδρου εφετών και υπηρέτησε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης στο τμήμα βουλευμάτων και στο Εφετείο Αθηνών στο τμήμα του ενοχικού και εμπορικού δικαίου,
Το 2005 στον βαθμό του Αρεοπαγίτη, στο Α2 τμήμα του Αρείου Πάγου, Ενοχικό και Εμπορικό Δίκαιο και Αναγκαστική Εκτέλεση και,
Το 2010 στον βαθμό του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου στο ανωτέρο τμήμα.
Παναγιώτης Πικραμένος, πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945 και είναι απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής Αθηνών (1963) και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής Αθηνών (1968).
Δικηγόρος Αθηνών με εξειδίκευση σε θέματα ναυτικού δικαίου (1969 -1973), εργάσθηκε στο δικηγορικό γραφείο Ince&Co στο Λονδίνο (1972). Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Paris II απ' όπου έλαβε τον μεταπτυχιακό τίτλο DES de Droit Public (1974).
Το 1976 διορίσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατόπιν διαγωνισμού, ως Εισηγητής και το 1981 προήχθη στο βαθμό του Παρέδρου.
Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του αδείας παρακολούθησε μαθήματα ευρωπαϊκού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris II. Το 1993 προήχθη στο βαθμό του Συμβούλου. Έχει διατελέσει μέλος δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων, νομοπαρασκευαστικών επιτροπών καθώς και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
Το 2007 προήχθη σε αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας και τον Ιούλιο του 2009 σε πρόεδρο του ιδίου Δικαστηρίου.
Διετέλεσε σύμβουλος του πρωθυπουργού Κωνσαντίνου Μητσοτάκη σε θέματα δημοσίου δικαίου (1991 - 1993) και μέλος της ΚΕΝΕ (1990-1991).
Από τον Οκτώβριο του 2005 άσκησε, παραλλήλως με τα καθήκοντά του ως δικαστικού λειτουργού, καθήκοντα Γενικού Διευθυντή της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, θέση από την οποία υπέβαλε παραίτηση μετά την προαγωγή του σε πρόεδρο του Δικαστηρίου.
Ιωάννης Καραβοκύρης, πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Γεννήθηκε στο Σολομό Κορινθίας το 1947. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και του τμήματος Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών του ίδιου Πανεπιστημίου.
Το 1974 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών και το 1975 Δικαστής της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης.
Υπηρέτησε διαδοχικά στα Πρωτοδικεία του Πειραιά ως Πάρεδρος, της Κυπαρισσίας, του Ναυπλίου και των Αθηνών ως Πρωτοδίκης, της Πρέβεζας και των Αθηνών ως Πρόεδρος Πρωτοδικών και στο Εφετείο Αθηνών ως Εφέτης.
Το 1999 διορίστηκε Σύμβουλος στο Ελεγκτικό Συνέδριο και το 2003 προήχθη σε Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχει δε συνολική δικαστική υπηρεσία 35 ετών.
Το 1994 εκλέχτηκε από την Ολομέλεια των Δικαστών του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως ο πρώτος αιρετός Πρόεδρος (Προϊστάμενος) αυτού, θεσμό τον οποίο υπηρέτησε επί μία διετία, αναπτύσσοντας πολλές πρωτοβουλίες (τέθηκε σε λειτουργία για πρώτη φορά το γραφείο έρευνας και νομολογίας, το οποίο πραγματοποίησε σειρά επιστημονικών εκδηλώσεων στο αμφιθέατρο του Πρωτοδικείου, καθώς και ιατρείο στο χώρο των δικαστηρίων για την παροχή πρώτων βοηθειών στους εργαζόμενους, τους Δικηγόρους και τους προσερχόμενους πολίτες, ξεκίνησε δε η μηχανοργάνωση των υπηρεσιών, η μισθοδοσία του προσωπικού μέσω τράπεζας και εγκαταστάθηκαν ΑΤΜ) και διατηρώντας άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους του Δικαστές, τους Γραμματείς των Δικαστηρίων, τους Δικηγόρους και τους πολίτες.
Κατά τη διάρκεια της μέχρι τώρα σταδιοδρομίας του δημοσιεύθηκαν πολλές αποφάσεις του στον ημερήσιο και νομικό τύπο με θετικά σχόλια.
Συμμετείχε σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές του υπουργείου Δικαιοσύνης και στην Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης (ΚΕΚ) της νομοθεσίας, καθώς και σε πολλά συνέδρια επιστημονικού ενδιαφέροντος ως Εισηγητής, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παρακολούθησε δε, μετά από πρόσκληση του Ελληνα Δικαστή και Εισαγγελέα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, διεθνείς δίκες.
Διετέλεσε, μετά από πρόταση της Ελληνικής Κυβέρνησης, μέλος του ομίλου Διαιτητών (Arbitrators) στο International Centre for Settlement of Investment Disputes του ΟΗΕ, είναι δε τακτικό μέλος της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών.
Εκλέγεται επί σειρά ετών μέλος του Δ.Σ. και σήμερα είναι Αντιπρόεδρος της «Εταιρείας Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες», η οποία αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών (MEDL).
Κατά τα έτη 1997-2002, μετά από απόφαση του υπουργού Οικονομικών, σε εκτέλεση σχετικού όρου της διαθήκης των Ευάγγελου και Κωνσταντίνου Ζάππα, υπηρέτησε, παράλληλα με τα δικαστικά του καθήκοντα, ως Πρόεδρος του Δ.Σ. της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων η οποία είχε την ευθύνη της διαχείρισης του Ζαππείου Μεγάρου και της εν γένει περιουσίας του κληροδοτήματος Ζάππα.
Συμμετέχει στην Επιτροπή της Βουλής για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και του πόθεν έσχες των βουλευτών.
Είναι παντρεμένος με τη συνταξιούχο καθηγήτρια φιλόλογο - γυμνασιάρχη Ζωή Δενδρινέλλη-Καραβοκύρη και πατέρας δύο τέκνων, διαμένει δε στην Αθήνα.