Νικητή με ποσοστό που θα κυμανθεί από 52,5% έως 53,5% «δείχνουν» τον Φρανσουά Ολάντ οι δημοσκοπήσεις, στο ... «παρά μισό» των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Όλα πλέον συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η μάχη έχει κριθεί, υπέρ του υποψηφίου των Σοσιαλιστών.
Το «κλείσιμο της ψαλίδας» που επεδίωξε κατά τις τελευταίες ημέρες ο Νικολά Σαρκοζί δεν έφθασε σε σημείο ικανό να δώσει ουσιαστικές ελπίδες στον απερχόμενο πρόεδρο.
Υπό μία έννοια, μπορούν να εκληφθούν και ως ρίψη ... λευκής πετσέτας στο ρινγκ οι τελευταίες καταγγελίες του κ. Σαρκοζί, ο οποίος αμφισβητεί την αυθεντικότητα των δημοσκοπήσεων και μέμφεται σημαντική μερίδα του Τύπου, επειδή – όπως διατείνεται- συμμάχησε με τον κ. Ολάντ.
Η εκτίμηση, πάντως, ότι ο κ. Ολάντ θα επικρατήσει με εκλογική επίδοση 52,5% - 53,5% απορρέει από όλες τις σφυγμομετρήσεις των τελευταίων ημερών- συγκεκριμένα, από αυτές τις οποίες διενήργησαν οι εταιρείες TNS Sofres, Harris Interactive, BVA, Ipsos, OpinionWay Fiducial.
Σημαντική, τόσο στο πεδίο των εντυπώσεων όσο και στο τερέν των «ψυχρών» εκλογικών αριθμών, ήταν η δημόσια δήλωση υποστήριξης του κ. Ολάντ, εκ μέρους του Φρανσουά Μπαϊρού. Ο κεντρώος κ. Μπαϊρού που συγκέντρωσε στον πρώτο γύρο ποσοστό 9,13% γνωστοποίησε ότι θα ψηφίσει τον κ. Ολάντ, ενοχλημένος – όπως είπε- από την «ακροδεξιά στροφή» του κ. Σαρκοζί. Διευκρίνισε πως δεν «δίνει γραμμή» στους ψηφοφόρους του, οι οποίοι – όπως τόνισε- θα κάνουν την επιλογή τους «κατά συνείδηση». Η δημόσια τοποθέτησή του, όμως, στο πλευρό του υποψηφίου των Σοσιαλιστών είναι ένα ακόμη στοιχείο, από όσα κάνουν πλέον τη ζυγαριά να κλίνει ... για τα καλά προς το μέρος του κ. Ολάντ.
Η προεκλογική ζυγαριά και το «εμπάργκο» της Μέρκελ
Δοθέντος ότι οι ψηφοφόροι του αριστερού Ζαν Λικ Μελανσόν κατευθύνονται σχεδόν στο σύνολό τους προς τον κ. Ολάντ, μία από τις προϋποθέσεις που θα έπρεπε να πληρούνται για να διατηρήσει κάποιες ελπίδες ο κ. Σαρκοζί θα ήταν να αποσπάσει εκείνος τη συντριπτικά μεγαλύτερη μερίδα των υποστηρικτών του κ. Μπαϊρού. Οι δημοσκοπήσεις όμως δείχνουν μοιρασμένους τους ψηφοφόρους του κ. Μπαϊρού ή και με μια ελαφρά προτίμηση προς τον κ. Σαρκοζί, η οποία όμως δεν του επαρκεί.
Κατά πάσα βεβαιότητα στον απερχόμενο πρόεδρο δεν επαρκεί και το «μερίδιο» που θα λάβει από τους ψηφοφόρους της ακροδεξιάς Μαρίν Λε Πεν. Σύμφωνα με την OpinionWay Fiducial, τον ο κ. Σαρκοζί θα ψηφίσει το 50% όσων υποστήριξαν την κυρία Λε Πεν στον πρώτο γύρο. Κατά την Ipsos, το ποσοστό αυτό θα είναι 54%.
Εξηγώντας ο κ. Μπαϊρού τους λόγους για τους οποίους θα ψηφίσει το κ. Ολάντ, παρά τις διαφωνίες που – όπως υπενθύμισε- έχει ως προς το οικονομικό πρόγραμμα των Σοσιαλιστών, είπε: «Μπροστά σε αυτή την κρίση δεν υπάρχει παρά μια δυνατή στάση για το έθνος: η εθνική συνένωση. Δεν είμαι ούτε θα γίνω αριστερός. Είμαι κεντρώος. Με αυτή μου την επιλογή, καθιστώ δυνατή για πρώτη φορά εδώ και καιρό αυτή την εθνική συνένωση».
Κατά τα φαινόμενα, λοιπόν, υπάρχει μια ευρύτατη πολιτική «συνένωση» στο πρόσωπο του κ. Ολάντ, προς τον οποίο έχει δηλώσει την προτίμησή του και ο παλιός Κεντροδεξιός Πρόεδρος, Ζακ Σιράκ. Είναι προφανές ότι μέσω του κ. Ολάντ οι γαλλικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ επιδιώκουν να πιέσουν το Βερολίνο, ώστε να επαναπροσδιοριστούν οι γαλλο- γερμανικές σχέσεις.
Οι αναλυτές αναμένουν με ενδιαφέρον την πρώτη συνάντηση που θα έχει ο κ. Ολάντ, ως πρόεδρος, με την Άνγκελα Μέρκελ. Πολλοί μάλιστα θα δυσκολευτούν να ξεχάσουν ότι η γερμανίδα Καγκελάριος, από την αρχή της προεκλογικής περιόδου στη Γαλλία, είχε επιβάλλει ένα είδος «εμπάργκο» στον κ. Ολάντ.
Η κυρία Μέρκελ είχε ζητήσει από τους κεντροδεξιούς ηγέτες της Ισπανίας και της Βρετανίας, Ρουχόι και Κάμερον αντιστοίχως, να μην συναντηθούν με τον υποψήφιο των Γάλλων Σοσιαλιστών για την προεδρία. Στη Γαλλία και τη Γερμανία οι περισσότεροι αναλυτές διαπίστωσαν εδώ και καιρό ότι αυτή η τόσο ενθουσιώδης υποστήριξη της κυρίας Μέρκελ προς τον κ. Σαρκοζί, τελικά έβλαψε τον απερχόμενο πρόεδρο.