Η βρετανική κυβέρνηση θα καταθέσει αύριο, για τρίτη φορά, στο κοινοβούλιο, τη Συμφωνία Αποχώρησης που διαπραγματεύτηκε η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι με τις Βρυξέλλες, αφού έλαβε το "πράσινο φως" από τον πρόεδρο της Βουλής των Κοινοτήτων για τη διεξαγωγή μιας νέας ψηφοφορίας.
«Η πρόταση είναι καινούρια, ουσιωδώς διαφορετική και σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που είχαν τεθεί», δήλωσε ο πρόεδρος Τζον Μπέρκοου. Ο τελευταίος είχε απορρίψει τη διεξαγωγή ψηφοφορίας την περασμένη εβδομάδα με το σκεπτικό ότι οι βουλευτές δεν είναι δυνατόν να επανεξετάσουν ένα κείμενο που είχαν ήδη καταψηφίσει δύο φορές.
Για να προσπεράσει το εμπόδιο αυτό, η κυβέρνηση αποφάσισε να υποβάλει αύριο προς ψήφιση μόνο ένα μέρος του κειμένου, τη Συμφωνία της Αποχώρησης, χωρίς να συμπεριλάβει την Πολιτική Διακήρυξη για τη μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αντιπολίτευση έσπευσε να καταδικάσει αυτή τη "μανούβρα". "Θα αποχωρήσουμε από την ΕΕ χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα προς τα πού οδεύουμε. Αυτό δεν είναι αποδεκτό και το Εργατικό κόμμα θα αντιταχθεί", σχολίασε ο εκπρόσωπος των Εργατικών για το Brexit, Κιρ Στάρμερ.
Το μικρό, βορειοϊρλανδικό κόμμα DUP που στηρίζει την κυβέρνηση μειοψηφίας της Μέι ανακοίνωσε επίσης ότι θα καταψηφίσει.
Η έγκριση του κειμένου αυτού από το κοινοβούλιο σημαίνει ότι η ημερομηνία του Brexit θα αναβληθεί για τις 22 Μαΐου, δηλαδή την προηγουμένη των ευρωεκλογών.
«Όλοι συμφωνούμε ότι δεν θέλουμε να βρεθούμε σε μια κατάσταση που θα πρέπει να ζητήσουμε νέα αναβολή και να υποχρεωθούμε να συμμετάσχουμε στις ευρωεκλογές», τόνισε η υπουργός, αρμόδια για τις σχέσεις με το κοινοβούλιο, Άντρεα Λίντσομ, προτρέποντας τους βουλευτές να ψηφίσουν υπέρ.
Σύμφωνα με μια καταμέτρηση της εφημερίδας Sun, ο αριθμός των "ανταρτών" Συντηρητικών βουλευτών που αντιτίθενται στη Συμφωνία Αποχώρησης έχει μειωθεί στους 16. Όμως για να εγκριθεί το κείμενο στην τρίτη αυτή ψηφοφορία η Μέι χρειάζεται τη στήριξη των 10 βουλευτών του DUP που εξακολουθούν να διαφωνούν για το θέμα του backstop στα σύνορα με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, καθώς θεωρούν ότι «θέτει μια απαράδεκτη απειλή για την ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου».