Όσο πιο μεγάλης ηλικίας είναι μια έγκυος γυναίκα, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος αποβολής του μωρού.
Αυτό επιβεβαιώνει μια νέα νορβηγική επιστημονική έρευνα, σύμφωνα με την οποία ο μικρότερος κίνδυνος αποβολής (9,5%) είναι στην ηλικία των 27 ετών.
Ο κίνδυνος αποβολής είναι ελαφρώς αυξημένος στις πολύ νέες εγκύους κάτω των 20 ετών (16%), μειώνεται (στο 10%, δηλαδή πιθανότητα μία στις δέκα) στις γυναίκες ηλικίας 25 έως 29 ετών και αυξάνεται γρήγορα μετά τα 30, φθάνοντας το 53% (πιθανότητα τουλάχιστον μία στις δύο) για όσες μείνουν έγκυες σε ηλικία άνω των 45 ετών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Μαρία Μάγκνους του Νορβηγικού Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal (BMJ), ανέλυσαν στοιχεία για 421.200 κυήσεις, από τις οποίες σχεδόν το 13% κατέληξε σε αποβολή.
Εκτός από την ηλικία, ο κίνδυνος αποβολής εμφανίζει την τάση επανάληψης στην ίδια γυναίκα, ενώ αυξάνεται μετά από ορισμένες επιπλοκές της προηγούμενης κύησης.
Μετά από μια αποβολή, ο κίνδυνος άλλης μίας αποβολής για την ίδια γυναίκα αυξάνεται κατά 54%, μετά από δύο αποβολές η πιθανότητα νέας αποβολής διπλασιάζεται, ενώ μετά από τρεις διαδοχικές αποβολές ο κίνδυνος μιας τέταρτης είναι τετραπλάσιος.
Σε περίπτωση επιπλοκών στην προηγούμενη εγκυμοσύνη, που οδήγησαν σε θνησιγένεια, πρόωρο τοκετό, καισαρική ή διαβήτη κύησης, αυξάνεται ο κίνδυνος αποβολής στην επόμενη εγκυμοσύνη. Εξάλλου γυναίκες που οι ίδιες είχαν γεννηθεί λιποβαρείς και πρόωρα, κινδυνεύουν επίσης περισσότερο -για άγνωστο λόγο- να αποβάλουν.
Προηγούμενες μελέτες δείχνουν ότι, αν και υπάρχουν διαφορές από χώρα σε χώρα, η αποβολή γενικά είναι σχετικά συχνή έκβαση μιας κύησης και συμβαίνει στο 12% έως 15% των περιπτώσεων έως την 20ή εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Μολονότι η αιτία των περισσότερων αποβολών παραμένει άγνωστη, εκτιμάται ότι αυτές οφείλονται σε μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση γενετικών, ορμονικών, ανοσολογικών, περιβαλλοντικών και άλλων παραγόντων.
Η ηλικία της μητέρας θεωρείται ο σημαντικότερος παράγων κινδύνου.