Αμετακίνητη στη θέση της να μην δεχθεί καμία αλλαγή στο καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών είναι η Ιερά Σύνοδος.
Οι εργασίες της Ιεράς Συνόδου ολοκληρώθηκαν την Τετάρτη, με την απόφαση να εμμείνει στη θέση της 16ης Νοεμβρίου, δηλαδή να συνεχιστεί ο διάλογος με την Πολιτεία, για τη συμφωνία Κράτους-Εκκλησίας, αλλά να μην γίνει δεκτή καμία αλλαγή στο καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
Παράλληλα, η Ιερά Σύνοδος εξέφρασε την αντίθεσή της στις επιχειρούμενες συνταγματικές αλλαγές για την ανεξιθρησκία και την προστασία της οικογένειας.
Το υπουργείο Παιδείας χαρακτήρισε δυσάρεστη αυτή την εξέλιξη, ενώ κατηγόρησε την Εκκλησία ότι δεν έθεσε υπόψη της κυβέρνησης κάποιο εναλλακτικό σχέδιο, ή αντιπρόταση. «Δεν δέχθηκε καν να συζητήσει την πρόταση της κυβέρνησης για το μισθολογικό!», αναφέρει χαρακτηριστικά η σχετική ανακοίνωση.
«Η σημερινή απόφαση της ιεραρχίας είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη για την μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας, εκπροσώπους της Πολιτείας, διανοούμενους και κληρικούς που πιστεύουν στην αναγκαιότητα μιας νέας οριοθέτησης των ρόλων Εκκλησίας - Πολιτείας προς όφελος της ίδιας της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους», σημειώνει το υπουργείο Παιδείας.
«Σε μια Δημοκρατία ο διάλογος μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας δεν μπορεί να διεξάγεται με κόκκινες γραμμές και στείρες αρνήσεις. Δεν νοείται η απάντηση της Εκκλησίας σε μια ολοκληρωμένη κι αναλυτική πρόταση της Πολιτείας να είναι μία άρνηση χωρίς κανένα επιχείρημα», επισημαίνει ακόμη.
Το ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου:
«Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 20 Μαρτίου 2019, στην δεύτερη ημέρα της εκτάκτου Συγκλήσεώς της, η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διεπιστώθη απαρτία.
Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε συνέχεια της χθεσινής εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου και της επ' αυτής συζητήσεως, ομοφώνως απεφάσισε σήμερα:
1. Συγχαίρει την Ειδική Συνοδική Επιτροπή «Διαλόγου Εκκλησίας και Πολιτείας επί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος» για το ότι έφερε εις πέρας την αποστολή που της ανατέθηκε από την Ιεραρχία και για την από 19.3.2019 Εισήγηση.
2. Εμμένει στην απόφαση της Ιεραρχίας της 16ης Νοεμβρίου 2018, ήτοι να συνεχισθεί ο διάλογος με την Πολιτεία, αλλά «να εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος».
3. Προσδιορίζει έτι περαιτέρω τα θέματα, στα οποία θα συνεχισθεί ο διάλογος με την Πολιτεία, ήτοι τις οργανικές θέσεις των Κληρικών και των Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων, την αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία έως το 1939, τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά τις Συμβάσεις της 18.9.1952.
4. Αποδέχεται το υπ' αριθμ. πρωτ. 464/206/8.2.2019 κείμενο θέσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που εστάλη κατόπιν εισηγήσεως της Ειδικής Επιτροπής Σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας στους Αρχηγούς των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων πριν την πρώτη ψηφοφορία της Ολομέλειας της Βουλής στις 12.2.2019, σχετικά με τις προταθείσες προς αναθεώρηση διατάξεις των άρθρων 3, 13 παρ. 5, 21 παρ. 1, 33 παρ. 2 και 59 παρ. 1-2 του Συντάγματος.
5. Εκφράζει την πλήρη αντίθεσή της στην ανωτέρω επιχειρούμενη συνταγματική μεταβολή και ευελπιστεί ότι η επόμενη αναθεωρητική Βουλή δεν θα καταργήσει ή αλλοιώσει τα άρθρα του Συντάγματος, που αναφέρονται στην πολιτισμική και κοινωνική ιδιοπροσωπεία του Έθνους μας και την προστασία της οικογένειας, που είναι το κύτταρο του κοινωνικού ιστού.
Η ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας:
«Η ιστορική συμφωνία της 6/11/2018, όπως ανακοινώθηκε, από κοινού, από τον Πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο είναι η μόνη σοβαρή και υλοποιήσιμη πρόταση για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας που κατατέθηκε δημόσια κι αποτέλεσε τη βάση για τη διαβούλευση που επακολούθησε τους επόμενους μήνες.
Η Κυβέρνηση επιθυμεί λύσεις, οι οποίες θα ανοίξουν νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας. Οι αποσπασματικές λύσεις για να κρυφτεί το πρόβλημα κάτω από το χαλί είναι μια μέθοδος του παλιού πολιτικού καθεστώτος που έχει ναυαγήσει μαζί του. Εξ αρχής αποσαφηνίστηκε από τον Πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο πως οι άξονες της συμφωνίας συγκροτούν μιαν ενιαία ολότητα και δεν μπορούν να τεμαχιστούν. Από την πρώτη στιγμή, και σε αντίθεση με την πρακτική των κυβερνήσεων του παρελθόντος, η Κυβέρνηση προσανατολίστηκε στην από κοινού, συναινετική διευθέτηση των ζητημάτων με την Εκκλησία.
Προς το σκοπό αυτό, η Κυβέρνηση προσήλθε σε πολύμηνο διάλογο με την Εκκλησία, προκειμένου να επιτευχθεί διμερής συμφωνία που θα υποβληθεί σε νομοθετική κύρωση, και έθεσε υπόψη των εκπροσώπων της Ιεραρχίας ένα αναλυτικό σχέδιο υλοποίησης της συμφωνίας, όπου εκτίθενται λεπτομερώς το σκεπτικό και οι βασικές αρχές του σχετικού νομοσχεδίου. Η Κυβέρνηση δεσμεύθηκε επίσης, εφόσον προκύψει επί της αρχής συμφωνία με την Εκκλησία, να δημοσιοποιήσει και το πλήρες νομοσχέδιο.
Πρέπει να σημειωθεί πως, καθ’ όλο αυτό το διάστημα, η Εκκλησία δεν έθεσε υπόψη της Κυβέρνησης κάποιο εναλλακτικό σχέδιο ή αντιπρόταση. Δεν δέχθηκε καν να συζητήσει την πρόταση της Κυβέρνησης για το μισθολογικό!
Η σημερινή απόφαση της ιεραρχίας είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη για την μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας, εκπροσώπους της Πολιτείας, διανοούμενους και κληρικούς που πιστεύουν στην αναγκαιότητα μιας νέας οριοθέτησης των ρόλων Εκκλησίας - Πολιτείας προς όφελος της ίδιας της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του κοσμικού χαρακτήρα του Κράτους.
Σε μια Δημοκρατία ο διάλογος μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας δεν μπορεί να διεξάγεται με κόκκινες γραμμές και στείρες αρνήσεις. Δεν νοείται η απάντηση της Εκκλησίας σε μια ολοκληρωμένη κι αναλυτική πρόταση της Πολιτείας να είναι μία άρνηση χωρίς κανένα επιχείρημα. Η Κυβέρνηση είναι πάντοτε έτοιμη να διεξάγει ειλικρινή κι εξαντλητικό διάλογο εντός του πλαισίου της συμφωνίας της 6/11/2018, χωρίς εξαιρέσεις, επιλεκτικές προτιμήσεις και εκ των υστέρων τελεσίγραφα, όπως αυτά που τέθηκαν με τη σημερινή απόφαση της Ιεραρχίας».