Ήταν ίσως ο μεγαλύτερος Έλληνας καλλιτέχνης της σύγχρονης Ελλάδας. Άφησε το στίγμα του σε δεκάδες ταινίες αλλά και θεατρικές παραστάσεις, ενώ οι ρόλοι του αποτύπωναν ως επί το πλείστον ένα και μόνο πράγμα. Πώς ο σύγχρονος Έλληνας «τρέχει σαν τον Βέγγο» και παλεύει στην ζωή του για να τα φέρει όλα εις πέρας...
Ο Θανάσης Βέγγος, γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1927. Ήταν ο μοναχογιός του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγγου. Ο πατέρας του, δημόσιος υπάλληλος, αλλά και ήρωας της Εθνικής Αντίστασης. Όμως μετά την λήξη του πολέμου και υπό το πλαίσιο του εθνικού σπαραγμού του εμφυλίου, εκδιώχθηκε από την δουλειά του λόγω πολιτικών φρονημάτων.
Η σχετικά καλή ζωή της οικογένειας Βέγγου από τότε σταμάτησε να υφίσταται. Τότε ήταν που ο μικρός Θανάσης βγήκε στο μεροκάματο προκειμένου να συμπληρώσει το οικογενειακό εισόδημα. Έτσι, έφερνε εις πέρας μικροθελήματα στην γειτονιά και ασχολήθηκε και με την επεξεργασία δερμάτων.
Το 1948-1950 ο Θανάσης Βέγγος υπηρετεί την θητεία του στην Μακρόνησο. Εκεί έκανε και μία γνωριμία που του άλλαξε την ζωή. Συνδέθηκε φιλικά με τον μετέπειτα σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Λόγω αυτής της γνωριμίας ο Θανάσης Βέγγος κάνει και την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο και πιο συγκεκριμένα στην ταινία «Μαγική Πόλη», του Νίκου Κούνδουρου. Ήταν η πρώτη του επαφή με τον χώρο του «θεάματος». Στα επόμενα χρόνια, παίζει μικρούς ρόλους σε διάφορες ταινίες ενώ συμπλήρωνε εισόδημα φροντίζοντας κινηματογραφικά πλατώ.
Μετά έρχεται σιγά σιγά η περίοδος που κάνει την εμφάνισή του σε πολύ σημαντικές ταινίες της εποχής όπως «Ο δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Πρώτος του μεγάλος ρόλος το 1960 στην ταινία «Οι δοσατζήδες» μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη. Ο Θανάσης Βέγγος όμως δεν ήταν ηθοποιός στο επάγγελμα. Δεν είχε τελειώσει κάποια σχολή που να πιστοποιεί την ασχολία του με τον κινηματογράφο και το θεάτρο.
Έτσι το 1959 παίρνει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού ως «εξαιρετικό ταλέντο» αφού έδωσε εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Πρώτη φορά πατά στο σανίδι του θεάτρου στην παράσταση «Ομόνοια πλατς-πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.
Μέσα στα επόμενα χρόνια και συνεργαζόμενος με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει έναν χαρακτήρα που θα τον αφήσει στην Ιστορία αλλά και στις συνειδήσεις πολλών γενεώνν Ελλήνων. Ο αεικίνητος, νευρικός, χαμογελαστός και δουλευταράς τύπος τον καθιερώνει και τον κάνει δημοφιλή. Με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια», «Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης», γίνεται αγαπητός σε όλους τους Έλληνες.
Το 1964 ιδρύει την δική του εταιρεία παραγωγής με το όνομα «ΘΒ-Ταινίες Γέλιου». Την περίοδο 1965-1969 είναι η εποχή που κατά γενική ομολογία έκανε τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του. Συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές παίζει στις «Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;».
Οι ταινίες αυτές έμειναν στην ιστορία λόγω του σουρεαλιστικού τους χιούμορ, της πηγαίας ερμηνείας αλλά και του αυτοσχεδιασμού του Θανάση Βέγγου. Όμως η οικονομική πορεία του Βέγγου εκείνη την περίοδο δεν είχε ταύτιση με την πορεία της καριέρας του. Οι ταινίες αυτές τον κατέστρεψαν κυριολεκτικά, και οδήγησαν την εταιρεία του σε κλείσιμο. Την περιπέτεια αυτή θα την ξεπεράσει ο δημοφιλής ηθοποιός μόνο μετά από χρόνια.
Ωστόσο η καριέρα του συνεχίζεται με την δημοτικότητά του να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Ο ίδιος αποθεώνεται από το κοινό στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971, όπου για την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού. Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», του 1976.
Τότε ο Θανάσης Βέγγος κάνει μία στροφή όσον αφορά την θεματολογία των ταινιών του και ασχολείται με την κοινωνική κριτική ενώ από το 1983 σταματά τον κινηματογράφο για ένα διάστημα. Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης».
Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη. Ο Θανάσης είναι χαμηλών τόνων στην ταινία αυτή, αλλάζοντας έτσι την ερμηνεία του, χωρίς ωστόσο να κάνει εκπτώσεις στην εκφραστικότητά του η οποία κορυφώνεται στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του 1998.
Ο Θανάσης Βέγγος δεν θα ήταν δυνατόν να μην έχει περάσει από την Επίδαυρο. Το 1997 εμφανίζεται στην τρίτη κωμωδία του Αριστοφάνη με το όνομα «Αχαρνής» στον ρόλο του Δικαιόπολι και το 2001 στην κωμωδία «Ειρήνη».
Ένας σημαντικός του ρόλος ήταν και στην τηλεοπτική σειρά «Περί ανέμων και υδάτων» του MEGA το 2002. Η τελευταία κινηματογραφική συμμετοχή του ήταν στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά», το 2009.
Ο Θανάσης Βέγγος έζησε σχεδόν όλη του την ζωή μαζί με την σύζυγό του Ασημίνα Βέγγου με την οποία απέκτησε και δύο γυιούς.
Το 2010 εισήχθη στον «Ερυθρό Σταυρό» μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, ενώ η υγεία του τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια. Τελικά απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011, λίγο πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του.
Η κηδεία του και η ταφή του έγινε στην Αμοργό, από εκεί που ήταν δηλαδή και η καταγωγή της μητέρας του και της γιαγιάς του.
Κάποια στιγμή δήλωσε: «Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα».