Προτάσεις ως προς ορισμένες προτεινόμενες ρυθμίσεις των σχεδίων του Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που έχουν τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, εκφράζει σε σημερινή ανακοίνωσή της Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος.
Ειδικότερα, η Ένωση επικροτεί τη νομοθετική πρωτοβουλία ριζικής αναμόρφωσης των κωδίκων της ποινικής δικαιοσύνης «προς το σκοπό της επιτάχυνσης, ποιοτικής αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού της ποινικής δίκης, που αποτελεί πάγιο και επιτακτικό αίτημα του κλάδου».
«1) Η οριζόντια και υπερθετικά προς το επιεικέστερον μετάπτωση κακουργηματικής φύσης διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (κατοχή εκρηκτικών, στάση κρατουμένων, κλοπή κατ' επάγγελμα, διακεκριμένες περιπτώσεις απάτης κατ' επάγγελμα, πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα, υπεξαίρεσης από εντολοδόχο κ.ά.) αλλά και ειδικών ποινικών νόμων (φοροδιαφυγή και λαθρεμπορία τελεσθείσες προ της 31/3/2011, κλοπή και υπεξαίρεση αρχαίων μνημείων, παράβαση Ν. 2121/93 “περί πνευματικής ιδιοκτησίας”, μεταφορά, προώθηση και διευκόλυνση διαμονής υπηκόων τρίτης χώρας, ρύπανση περιβάλλοντος κ.ά.) σε πλημμελήματα.
2) Η στο εξής δίωξη κατ' έγκληση διαχρονικά αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων υψηλής κοινωνικής απαξίας και προσβολής θεμελιωδών συνταγματικών ατομικών δικαιωμάτων (κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, απιστία κ.ά).
3) Η κατάργηση επιβαρυντικών περιστάσεων αξιόποινων πράξεων και η ταυτόχρονη ex lege αναγνώριση ελαφρυντικών για στοιχεία που δεν άπτονται της προσωπικότητας του δράστη αλλά της αποκλειστικής ευθύνης της Πολιτείας (υπέρβαση εύλογων χρονικών ορίων δίκης)».
Σύμφωνα με την Ένωση, οι ρυθμίσεις αυτές, «θα επιφέρουν κατά την πρακτική εφαρμογή τους, κίνδυνο κλονισμού της κοινωνικής ειρήνης και δημόσιας ασφάλειας, αίσθημα ατιμωρησίας στους παθόντες μεγάλου όγκου κακουργηματικών αξιόποινων πράξεων που θα υποπέσουν σε παραγραφή χωρίς την επιβολή κυρώσεων στους δράστες και εμφανή δυσαρμονία ανάμεσα στην εκάστοτε ένταση προσβολής έννομων αγαθών και των αποτελεσμάτων της και στην επαπειλούμενη ποινική κύρωση».
Ακόμη, συνεχίζει η Ένωση, «υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, καθίσταται αδύνατη η αποτελεσματική εφαρμογή των νέων θετικών θεσμών εξωδικαστικής διευθέτησης των ποινικών διαφορών αλλά και η προσήκουσα εποπτεία εκτέλεσης της νεοσύστατης (ως κύριας ποινής) παροχής κοινωφελούς εργασίας χωρίς παράλληλη ενίσχυση των υλικών υποδομών αλλά του ανθρωπίνου δυναμικού της Εισαγγελίας.
Επίσης, η Ένωση αναφέρει ότι «η πολυπόθητη επιτάχυνση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, δύναται να επιτευχθεί με μέτρα, όπως η ευρεία αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας αδικημάτων που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους, η περιστολή της χρονοβόρας ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων αλλά και η ενίσχυση (με υπαγωγή στην αρμοδιότητα του περισσότερων αδικημάτων) του κατά γενική ομολογία πετυχημένου θεσμού του Μονομελούς Εφετείου το οποίο ατυχώς, με το προτεινόμενο σχέδιο του νέου ΚΠΔ εν τοις πράγμασι καταργείται».
Τέλος, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, αναφέρει ότι είναι «υπέρμαχος κάθε νομοθετικής καινοτομίας που αποσκοπεί στην επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης, καλεί την Πολιτεία να λάβει σοβαρά υπόψη τις βελτιωτικές της προτάσεις και εκ νέου τονίζει ηχηρά την επιτακτική ανάγκη να ενισχύσει άμεσα τον εισαγγελικό θεσμό σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές, προκειμένου η στόχευση της κομβικής για το ποινικό δικαιικό μας σύστημα επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, να επιτευχθεί προς όφελος των πολιτών και της δικαιοσύνης ως βασικού πυλώνα της δημοκρατίας».