Ανορθόδοξη οικονομική πολιτική χαρακτηρίζει η Wall Street Journal την απόφαση της ελληνικής και της ισπανικής κυβέρνησης να αυξήσουν τον κατώτατο μισθό, κίνηση που- σημειώνει με νόημα- έρχεται σε χρονιά εκλογών.
«Η Ελλάδα, όπως και η Ισπανία, αποφάσισαν φέτος να αυξήσουν τον κατώτατο μισθό, παρά την “κληρονομιά” της υψηλής ανεργίας που άφησε η ευρωπαϊκή κρίση. Και στις δύο χώρες, οι αριστερές κυβερνήσεις βάζουν στοίχημα- ενάντια στην οικονομικά ορθόδοξη πολιτική- ότι τέτοιες αυξήσεις θα είναι καλές για την ανάπτυξη και την απασχόληση, όπως και για την υποστήριξη των ψηφοφόρων», επισημαίνει το δημοσίευμα.
Η Ελλάδα αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 11% και η Ισπανία κατά 22%, από τα 736 στα 900 ευρώ, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα. «Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ένας υψηλότερος κατώτατος μισθός είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται αυτές οικονομίες, όταν εκατομμύρια άνθρωποι πασχίζουν ακόμη να βρουν δουλειά, μετά την οικονομική ύφεση. Το ποσοστό ανεργίας πέφτει το τελευταίο διάστημα, αλλά παραμένει 18,5% στην Ελλάδα και 14,1% στην Ισπανία, σε σύγκριση με το 3,2% στη Γερμανία και το 3,6% στην Ολλανδία, σύμφωνα με την Eurostat. Στην ευρωζώνη, ο μέσος όρος του ποσοστού ανεργίας είναι 7,8% και στην ΕΕ 6,5%», επισημαίνει η Wall Street Journal.
«Μία απότομη αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να σταματήσει ή ακόμη και να ανατρέψει την τρέχουσα πτωτική τάση της ανεργίας. Μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της αδήλωτης εργασίας, να βλάψει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην τόσο αναγκαία αύξηση των εξαγωγών», επισημαίνει ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η όποια ενίσχυση της καταναλωτικής δαπάνης θα είναι βραχυχρόνια, συμπληρώνει.
Αλλοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν περισσότερο τέτοιες κινήσεις. «Οι υψηλότεροι μισθοί τροφοδοτούν μεγαλύτερες δαπάνες, που μπορεί να έχουν θετικό αντίκτυπο στην οικονομία και να οδηγήσουν σε περισσότερες θέσεις εργασίας», δηλώνει στην Wall Street Journal ο Ρέιμοντ Τόρες, οικονομολόγος του Fucas, ένα think tank στη Μαδρίτη. Σημειώνει ότι θα ήταν καλύτερο αν γίνονταν πιο σταδιακά οι αυξήσεις μισθών. Αλλά από τη στιγμή που το επίπεδο του κατώτατου μισθού παραμένει κάτω από το 60% του μέσου μισθού και στις δύο χώρες, οι οικονομίες τους μπορούν να απορροφήσουν τις αυξήσεις, συμπληρώνει.
Η Wall Street Journal παρατηρεί ότι η οικονομία της Ελλάδας παραμένει η πιο εύθραυστη της ευρωζώνης, ενώ η ισπανική ανακάμπτει πιο ισχυρά. Παράλληλα, σημειώνει ότι στην Ισπανία οι εκλογές θα γίνουν στις 28 Απριλίου, ενώ στην Ελλάδα έως τον Οκτώβριο και συμπληρώνει ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ- όπως και εκείνη της Ισπανίας- θέλει να αναδείξει τα φιλοεργατικά διαπιστευτήριά της.
Ο Γιάννης Στουρνάρας πρόσφατα δήλωσε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να γίνεται μόνο παράλληλα με την παραγωγικότητα, θυμίζει το δημοσίευμα, ενώ η ισπανική κεντρική τράπεζα εκτίμησε ότι 125.000 θέσεις εργασίας θα χαθούν φέτος εξαιτίας της αύξησης του κατώτατου μισθού.
«Οι ευάλωτες ομάδες θα δυσκολευτούν περισσότερο να βρουν δουλειά, ή να κρατήσουν τη θέση εργασίας τους. Η αύξηση δεν θα επηρεάσει τους ενήλικες εργαζόμενους με επαρκή μόρφωση, αλλά το πρόβλημα θα είναι με εκείνους που είναι στα χαμηλά επίπεδα, ανάμεσά τους οι νέοι εργαζόμενοι», επισήμανε ο Μαρσέλ Γιάνσεν, οικονομολόγος στο think tank Fedea, στη Μαδρίτη.