H επική «Σκιά» του Ζανγκ Γιμού, το αγγλόφωνο γουέστερν του Ζακ Οντιάρ με τους Χοακίν Φοίνιξ και Τζον Σ. Ράιλι και το κλειστοφοβικό θρίλερ του Νιλ Τζόρνταν με την Ιζαμπέλ Ιπέρ κανουν πρεμιέρα αυτη την εβδομάδα στους κινηματογράφους.
Στους κινηματογράφους και οι γαλλικοί «Αγώνες μας» που πρωταγωνιστούν στις επιλογές της εβδομάδας.
Σκιά (Ying / Shadow)
Σκηνοθεσία: Ζανγκ Γιμού
Παίζουν: Τσάο Ντεγκ, Λι Σαν, Ράιαν Ζενγκ, Κιανγιάν Γουάνγκ, Τζινγκτσάν Γουάνγκ
Η ιστορία ενός ισχυρού βασιλιά και του λαού του, που έχουν εκδιωχθεί από την πατρίδα τους και επιθυμούν να την πάρουν πίσω. Ο βασιλιάς είναι άγριος και φιλόδοξος, ενώ τα κίνητρα και οι μέθοδοί του είναι άγνωστα και μυστήρια. Ο αρχιστράτηγός του, ένας οραματιστής, επιθυμεί διακαώς να κερδίσει τη μάχη, αλλά χρειάζεται να αναπτύξει το σχέδιό του με απόλυτη μυστικότητα. Οι γυναίκες του παλατιού αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που δεν έχει χώρο για εκείνες. Και ανάμεσά τους ένας κοινός θνητός, μπλεγμένος στον ιστό της Ιστορίας.
Ο Ζανγκ Γιμού επανερμηνεύει την ιστορία των Τριών Βασιλείων της Κίνας σε μια επική περιπέτεια, που θυμίζει κινέζικους πίνακες ζωγραφικής.
Τον 3ο αιώνα ο νεαρός βασιλιάς του Πέι προσπαθεί να διατηρήσει πάση θυσία ειρήνη με το διπλανό βασίλειο και να ξεχάσει τον πόθο επανάκτησης της πόλης του Τζινγκ, όπως οραματίζονται πολλοί από τους υπηκόους του, αλλά και ο αρχιστράτηγό Γου. Όταν ο τελευταίος αποφασίζει να μονομαχήσει με τον άρχοντα της Τζινγκ, ο βασιλιάς τον καθαίρει, αγνοώντας ότι στην ουσία έχει απομακρύνει τη σκι του, ενώ ο πραγματικός Γου περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να εκδικηθεί.
Ο τίτλος της ταινίας, εμπνευσμένος από το παρελθόν και την ιστορία της Κίνας, αναφέρεται στους σωσίες, των οποίων η ύπαρξη χρονολογείται από τα αρχαία χρόνια. Ο σωσίας που ονομαζόταν και «σκιά» και έπρεπε να είναι έτοιμος να αναλάβει δράση μόλις ο βασιλιάς ή ο ευγενής του βρισκόταν σε κίνδυνο. Η ομοιότητα έπρεπε να είναι τέτοια ώστε κανείς να μην μπορεί να καταλάβει ποιον έχει μπροστά του.
Από τη μία λοιπόν η σκιά και από την άλλη το σύμβολο του γιν-γιανγκ φαίνεται πως οδήγησαν τον Ζανγκ Γιμού στο να χρησιμοποιήσει ως χρωματική παλέτα τους τόνους του λευκού, του μαύρου και του γκρι, που διακόπτονται από το κόκκινο του αίματος και το χρώμα του δέρματος. Έτσι κάθε πλάνο του θυμίζει την κινεζική τεχνοτροπία, ενώ οι εντυπωσιακές χορογραφίες των μαχών που εκτυλίσσονται κάτω από μια ασταμάτητη βροχή, αλλά και οι σκηνές πλήθους φέρουν τη σφραγίδα της κινέζικης όπερας, των ανατολικών πολεμικών τεχνών και του παραδοσιακού θεάτρου της χώρας.
Ισορροπώντας ανάμεσα στο έπος και στη δράση, ο Γιμού αποδεικνύει ότι δεν είναι τυχαία ο μεγαλύτερος δημιουργός του κινέζικου κινηματόγραφου, και αξιοποιώντας την πολιτιστική του κληρονομιά με έναν τρόπο που γοητεύει τον δυτικό θεατή, αφηγείται μια αρχετυπική ιστορία για τη διαβρωτική δύναμη της εξουσίας και για τον αγώνα ενός ανθρώπου να μετατρέψει την ήττα σε νίκη. Περιγράφοντας με αδρές γραμμές το πολιτικό υπόβαθρο της εποχής, δεν λείπει το ρομαντικό στοιχείο που προκύπτει μέσα από ένα ερωτικό τρίγωνο, ενώ έντονη είναι και η θηλυκή πλευρά, πράγμα που χαρακτηρίζει το σινεμά του Γιμού.
Ίσως σε μερικά σημεία η πληθωρικότητα της κινηματογράφησής του φορτώνουν το συνολικό αποτέλεσμα και ο υποκριτικός κώδικας των ηθοποιών που προσομοιάζει στην τραγωδία οδηγεί σε μια υπερβολή, αλλά σε κάθε περίπτωση η «Σκιά» αποτελεί ένα γοητευτικό παραμύθι απαράμιλλης ομορφιάς.
Οι Αδελφοί Σίστερς (Les Frères Sisters /The Sisters Brothers)
Σκηνοθεσία: Ζακ Οντιάρ
Παίζουν: Τζον Σ. Ράιλι, Χοακίν Φίνιξ, Τζέικ Τζίλενχαλ, Ριζ Αχμεντ
Δύο αδέλφια, ο Ιλάι και ο Τσάρλι, προσλαμβάνονται για να σκοτώσουν έναν χρυσοθήρα. Το ταξίδι τους όμως στην Άγρια Δύση θα είναι μια αποκάλυψη.
Ο Ζακ Οντιάρ στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία του στήνει ένα μοντέρνο βιτριολικό γουέστερν, βασισμένος στο μυθιστόρημα του Καναδού Πάτρικ ΝτεΓουίτ «Οι αδελφοί Αδελφές».
Στη δεκαετία του 1850, στο Όρεγκον, δύο αδέλφια, ο Ιλάι κι ο Τσάρλι, άσσοι στη σκοποβολή, που η φήμη τους έχει εξαπλωθεί σε όλη την Άγρια Δύση, προσλαμβάνονται για να σκοτώσουν έναν χρυσοθήρα, που κλέβει το αφεντικό τους, τον αρχιγκάνγκστερ Κόμοντορ. Όταν ο Αρχηγός πληροφορείται ότι ένας ξένος, ο χημικός Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ έχει μία νέα μέθοδο για εύκολη και γρήγορη εξόρυξη χρυσού, στέλνει τους Αδελφούς Σίστερς στο κατόπι του. Εκείνοι πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους με έναν κυνηγό κεφαλών, τον Τζον Μόρις, ο οποίος επίσης έχει πληρωθεί για να ανακαλύψει και να παραδώσει τον Γουόρμ. Όμως στο Φαρ Ουέστ, οι συμμαχίες αλλάζουν και οι μόνοι νόμοι ισχύουν είναι αυτοί του χρήματος και της επιβίωσης.
O Ζακ Οντιάρ («Dheepan: Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα», «Ο Προφήτης», «Σώμα με Σώμα») αποδεικνύει ότι δεν είναι τυχαία ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες και σε αυτό το αγγλόφωνο ντεμπούτο του που βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα στη Βενετία και τέσσερα Σεζάρ της Γαλλικής ακαδημίας (σκηνοθεσίας, σκηνικών, φωτογραφίας, ήχου) βουτάει σε ένα καθαρόαιμο αμερικάνικο είδος, το γουέστερν, με επιτυχία. Διατηρώντας τους κώδικες του, μπολιάζει την χολιγουντιανή παράδοση με πολιτικά σχόλια, κι έτσι ανιχνεύει τελικά τις ρίζες της Αμερικανικής ηπείρου, ενώ παράλληλα καταγράφει σχεδόν με όρους αρχαίας ελληνικής τραγωδίας την πορεία δυο παράνομων αδελφών, που αγγίζουν την ύβρη για να βρουν τη λύτρωση.
Αξιοποιώντας τα τοπία της αμερικανικής υπαίθρου, με μαύρο χιούμορ και σαρκασμό, ο Οντιάρ φτιάχνει ισχυρούς χαρακτήρες, ακολουθεί με σωστούς ρυθμούς μια σφιχτοδεμένη πλοκή που φροντίζει να εμπλουτίζει όχι μόνο με εξαιρετικές χορογραφίες αλλά και μεστές σκηνές, όπου καταθέτει μια σειρά από καίρια φιλοσοφικά ερωτήματα και ηθικούς προβληματισμούς , κι έτσι τελικά υπογράφει ένα στιβαρό δράμα χαρακτήρων, που αναζητούν την ταυτότητά τους μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει. Ο Χοακίν Φοίνιξ σε ακόμα μια συγκλονιστική ερμηνεία, υποδύεται τον Τσάρλι που κυβερνάται από τα πάθη του, ο Τζέιμς Σ. Ράιλι, μελαγχολικός και εσωστρεφής σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, αποδεικνύει τη μεγάλη του γκάμα, ενώ εξίσου καλοί είναι οι Τζέικ Τζίλενχαλ και Ριζ Άχμεντ, που ο καθένας από την πλευρά του, δίνουν δυο διαφορετικές πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Οι αγώνες μας (Nos Batailles/ Our Struggles)
Σκηνοθεσία: Γκιγιόμ Σενέζ
Παίζουν: Ρομέν Ντιρίς, Λετίσια Ντος
Ο Ολιβιέ κάνει ό,τι μπορεί για να αντιμετωπίσει καθημερινά τις αδικίες ενάντια στους υπαλλήλους στο εργοστάσιο όπου εργάζεται. Αλλά από τη μια μέρα στην άλλη, όταν η σύζυγός του εγκαταλείπει ξαφνικά την οικογένειά τους, πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος του με τις ανάγκες των παιδιών, τις προκλήσεις της καθημερινότητας και τη δουλειά του. Αντιμέτωπος με τις νέες ευθύνες του, αγωνίζεται να βρει μια ισορροπία. Γιατί η Λώρα δεν θα επιστρέψει.
Ο Γκιγιόμ Σενέζ αφηγείται τη συγκινητική ιστορία ενός πατέρα , που προσπαθεί να βρει ισορροπίες ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή.
Ο Ολιβιέ ζει με τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, ενώ παράλληλα εργάζεται ως προϊστάμενος σ’ ένα εργοστάσιο, όπου επικρατούν συνθήκες εκμεταλλεύσης. Συνδικαλιστής ο ίδιος, παλεύει για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Όταν μια μέρα η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, χωρίς καμία εξήγηση, ο Ολιβιέ αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα με τα δυο του παιδιά, αλλά και τους εργασιακούς του αγώνες.
Ο Σενέζ, αν και Βέλγος στην καταγωγή και παρόλο που πιστεύει σ ένα ανθρωπιστικό σινεμά- δεν ακολουθεί τόσο την παράδοση των συμπατριωτών του αδελφών Νταρντέν, αλλά περισσότερο τα χνάρια του Κεν Λόουτς. Μέσα από την ιστορία του συμπαθητικού Ολιβιέ, που υπερασπίζεται το δίκαιο αλλά ταυτόχρονα αναζητεί την ισορροπία στην προσωπική του ζωή , αλλά και την απουσία της Λώρας, που στην πραγματικότητα καταρρέει από τις δυσκολίες της καθημερινότητας, ο Σενέζ καταγράφει πώς το προσωπικό και το ατομικό συμπορεύονται και πώς τελικά ο άνθρωπος γίνεται αποδέκτης μια ευρύτερης κοινωνικής κατάστασης.
Κινούμενος σε δύο παράλληλες ιστορίες στην ουσία, από τη μια καταγράφει την εργασιακή βία σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποίησης και σκληρού καπιταλισμού, και από την άλλη συνθέτει το πορτρέτο ενός άνδρα που καλείται να αναλάβει και τον ρόλο της μητέρας, όχι μόνο για τα παιδιά του αλλά και για τους συναδέλφους του, υμνώντας έτσι την αξία της αλληλεγγύης σε μια εποχή που κάνει τα πάντα για να την εξαφανίσει.
Χωρίς να φοβάται να πάρει πολιτική ξεκάθαρη θέση , ο Σενέζ με μια ειλικρινή απλότητα αποφεύγει τις παγίδες του εύκολου συναισθηματισμού και του ξύλινου στρατευμένου λόγου, υπογράφοντας μια ταινία για τους μικρούς και τους μεγάλους αγώνες μας.
Η Χήρα (Greta)
Σκηνοθεσία: Νιλ Τζόρνταν
Παίζουν: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Κλόι Γκρέις Μόρετζ, Μάικα Μονρόε, Στίβεν Ρία, Πάρκερ Σόγιερς, Κολμ Φιόρε
Η Φράνσις, μία νεαρή γυναίκα που πενθεί τον θάνατο της μητέρας της, ανακαλύπτει μία χαμένη τσάντα στο μετρό της Νέας Υόρκης και αποφασίζει να την επιστρέψει στην κάτοχό της. Αυτή είναι η αρχή μίας ασυνήθιστης φιλίας με την αινιγματική χήρα Γκρέτα παρά τη δυσαρέσκεια της καλύτερης της φίλης Έρικα, που κατά τα άλλα βοηθάει την Γκρέις να εγκλιματιστεί στη μεγάλη πόλη. Η Φράνσις αγνοεί τις ανησυχίες της φίλης της, όμως τα κίνητρα της Γκρέτα είναι πιο νοσηρά από όσο φαντάζεται.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ Νιλ Τζόρνταν ( « Το παιχνίδι των Λυγμών» ) επιστρέφει, έξι χρόνια μετά το «Byzantium», με ένα σύγχρονο θρίλερ, όπου πρωταγωνιστεί η Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Η Φράνσις, μια νεαρή γυναίκα που ακόμα δεν μπορεί να ξεπεράσει τον θάνατο της μητέρας της, βρίσκει τυχαία στο μετρό μια πράσινη τσάντα και αποφασίζει να την επιστρέψει στην ιδιοκτήτριά της. Εκείνη, μια μεσήλικη αινιγματική προσωπικότητα θα αποκτήσει στενές σχέσεις μαζί της, πράγμα που δεν αρέσει στη συγκάτοικο της Φράνσις. Όταν τελικά η νεαρή κοπέλα ανακαλύψει πως η μυστηριώδης άγνωστη πρόκειται για μια ψυχασθενή που εκ συστήματος προσελκύει με το κόλπο της χαμένης τσάντας «καινούργιους φίλους», θα βρεθεί μπλεγμένη σε μια τρομακτική περιπέτεια.
Ο Νιλ Τζόρνταν διαχειρίζεται συμβατικά τη περίπτωση μιας διαταραγμένης stalker , που από τον μεγάλο πόνο της απώλειας και τη μοναξιά προβαίνει σε ακρότητες, χρησιμοποιώντας κλισέ για να προκαλέσει τον φόβο υποβλητικά μουσικά scores και κοινότυπα close up με την κάμερα χωρίς όμως να καταφέρνει τελικά να δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό, όπως σε προηγούμενες ταινίες. Η αλήθεια είναι ότι ο χαρακτήρας της Γκρέτα -παρά την αναμφίβολη αινιγματικότητα της Ιζαμπέλ Ιπέρ- παραμένει περιγραφικός, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι, με αποτέλεσμα να μην καταφέρνει ο θεατής να συμμεριστεί το δράμα καμίας πλευράς. Έτσι ούτε το σκοτεινό παρελθόν της «Χήρας» ούτε ο εφιάλτης της Φράνσις μοιάζει αρκετός για να μας συνεπάρει, οπότε το μόνο που μένει είναι μια απόλυτα προβλέψιμη ιστορία με ένα εξωφρενικό φινάλε.
Artic
Σκηνοθεσία: Τζο Πένα
Παίζουν: Μαντς Μίκκελσεν
Ένας άντρας, μετά την πτώση του αεροπλάνου του, έχει παγιδευτεί στην καρδιά της Αρκτικής, δίνοντας τη δική του μάχη για να επιβιώσει.
Ο Βραζιλιάνος Τζο Πένα υπογράφει μια παραβολή για την πάλη του ανθρώπου ενάντια στη φύση, υπογραμμίζοντας τον αλτρουισμό, που βρίσκει χώρο να ανθίσει, ακόμα και υπό δύσκολες συνθήκες.
Ένας άνδρας, ο Όβεργκορντ, παγιδεύεται στην καρδιά της Αρκτικής μετά την πτώση του αεροπλάνου του. Προσπαθεί να επιβιώσει κατασκευάζοντας το δικό του καταφύγιο, κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να βρει τροφή, αλλά και να αποφύγει τους κινδύνους που τον απειλούν , ενώ την ίδια στιγμή δεν παραλείπει να στέλνει σήματα SOS, ελπίζοντας σε διάσωση, που δεν έρχεται. Έτσι ο Όβεργκορντ πρέπει να αποφασίσει αν θα παραμείνει στην ασφάλεια του καταφυγίου του, ή θα αναζητήσει ενδεχόμενη σωτηρία στο άγνωστο και αντίξοο περιβάλλον της Αρκτικής.
O Πένα επιλέγει την αχανή τούνδρα, το πιο σκληρό περιβάλλον στη γη για να επιβιώσει κανείς, και με εξαιρετικά δύσκολα γυρίσματα που κράτησαν είκοσι μέρες, κινηματογραφεί τον ηρώα του σαν μια κουκκίδα πάνω στο χιόνι. Χωρίς να ανατρέχει στο παρελθόν του, με ελάχιστους διαλόγους και λιτά μέσα συνθέτει το πορτρέτο του Όβεργκορντ μέσα από τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές του απέναντι σε όσα του συμβαίνουν. Η ρουτίνα της επανάληψης και η καθημερινότητά του την οποία ακολουθεί με ευλάβεια γίνονται σανίδα σωτηρίας κι η ελπίδα ότι θα επιβιώσει τον κάνει να προσπερνά τα εμπόδια και να συνεχίζει τον αγώνα του.
Ο Δανός Μαντς Μίκκελσεν σε μια θηριώδη ερμηνεία προκαλεί τον θεατή να αναρωτιέται συνεχώς για το τι θα έκανε ο ίδιος αν ήταν στη θέση του και ταυτόχρονα μεταδίδει το θάρρος και την αισιοδοξία του Όβεργκορντ μέσα από τις σιωπές και το εκφραστικό του βλέμμα.
Το πάρκο των θαυμάτων (Wonder Park)
Σκηνοθεσία: Ντίλαν Μπράουν
Mε τις φωνές των ( στα ελληνικά): Γιώργου Λιανού, Πηνελόπης Σκαλκώτου, Τζίνης Παπαδοπούλου , Φώτη Πετρίδη, Άριελ Κωνσταντινίδη κ.α
Μια οχτάχρονη με ταλέντο στις μηχανολογικές εφευρέσεις δημιουργεί με τη φαντασία της ένα εντυπωσιακό λούνα παρκ που όμως, όπως ανακαλύπτει, ζωντανεύει. Όταν το αγαπημένο της πάρκο κινδυνεύσει, μόνο εκείνη μπορεί να σώσει τη δημιουργία της, με τη βοήθεια της ασταμάτητης φαντασίας της και των ξεχωριστών φίλων της.
Οι Αντρέ Νέμεκ και Τζος Άπελμπαουμ («Επικίνδυνη Αποστολή - Πρωτόκολλο: Φάντασμα».) συνεργάζονται για πρώτη φορά σε μια ταινία κινουμένων σχεδίων, στην οποία υπογράφουν και το σενάριο.
Η Τζουν είναι ένα δραστήριο κορίτσι με κόκκινα μαλλιά που διψάει για περιπέτεια. Μεγαλωμένη με πολλή αγάπη από τη μητέρα της, που πάντα φρόντιζε να ενισχύει τη δημιουργικότητά της, είναι μια χαρισματική μαθήτρια με αστείρευτη φαντασία.
Μαζί με τη μητέρα της θα αρχίσουν να ζωγραφίζουν και κατόπιν να κατασκευάζουν ένα λούνα παρκ με πρωταγωνιστές που μοιάζουν στα λούτρινα παιχνίδια που έχει στο δωμάτιό της - σε πολύ μικρότερο μέγεθος φυσικά. Το λούνα παρκ όμως μετατρέπεται σε «Πάρκο των Θαυμάτων», καθώς σύντομα παίρνει ζωή. Εκεί, καθένας από τους φανταστικούς χαρακτήρες, που αντικατοπτρίζουν μια πτυχή του χαρακτήρα της Τζουν ή της μητέρας της, είναι απαραίτητος για την εύρυθμη λειτουργία του.
Όταν η μητέρα της μικρής πρέπει να φύγει από το σπίτι και να νοσηλευτεί για αρκετό καιρό, εκείνη στενοχωριέται και αποφασίζει ότι η σκέψη και η φροντίδα του «Πάρκου των Θαυμάτων» είναι αβάσταχτη. Τότε, οι φίλοι της θα προσπαθήσουν να διώξουν τη θλίψη της αγαπημένης τους. που βάζει σε κίνδυνο την ύπαρξη του λουνα παρκ και να δώσουν ξανά χαρά στη μικρή Τζουν!
Το δημιουργικό δίδυμο συνδυάζοντας εξαιρετική αφήγηση, συναρπαστικούς χαρακτήρες και απίθανες σκηνές δράσης με υπέροχα CG animation, μπαίνει στο μυαλό της Τζουν, και μας οδηγεί σε ένα φανταστικό ταξίδι , που αψηφάει τους νόμους της φυσικής, θέλοντας να μας υπενθυμίσει ότι η μνήμη μπορεί να μας κάνει καλύτερους και ότι το σκοτάδι υπάρχει για να εκτιμάμε το φως.