Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξίδι 1903 − Αθήνα 1985) υπήρξε ο δημοφιλέστερος καλλιτέχνης της ελληνικής ζωγραφικής στον 20ό αιώνα και από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους της «γενιάς του ΄30».
Ενας από τους γνωστότερους πίνακές του είναι αυτός με το τρίποδο τσίγκινο τραπεζάκι υπαίθριου καφενείου πάνω στο οποίο βρίσκονται λίγα σαρακοστιανά. Είναι μάλλον στην ταράτσα του σπιτιού του, κάτω από την Ακρόπολη, όπου κάθε Καθαρά Δευτέρα καλούσε τους φίλους του. Στα πόδια του τραπεζιού βρίσκεται ένας χαρταετός κι ένα ψάθινο καπέλο σαν κάποιος να τα ξέχασε προσωρινά.
Στο βάθος του πίνακα φαίνεται ο Υμηττός φωτισμένος από τον ήλιο του μεσημεριού, παρά τα σύννεφα. Στα σύρματα του ηλεκτρικού διακρίνεται μπλεγμένος ένας μισοτρύπιος χαρταετός, που υπομένει εκεί κρεμασμένος.
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι τα απλά και λιτά σαρακοστιανά εδέσματα. Μαύρες ελιές, λαγάνα άζυμη, ισχνή και όχι φουσκωτή όπως σήμερα, φρέσκα κρεμμυδάκια, χαλβάς του μπακάλη με το αμύγδαλο. Στο κίτρινο πήλινο πιάτο η μαρουλοσαλάτα μαζί με ρόκες και κάρδαμα και κρασί ρετσίνα χύμα.
Ο Σπύρος Βασιλείου έζησε και δημιούργησε για περίπου 30 χρόνια στο νεοκλασικό σπίτι της οδού Γουέμπστερ 5, στην περιοχή της Ακρόπολης, από το 1957 μέχρι τον θάνατο του, το 1985. Ήταν ένα πολύ ανοιχτό σπίτι, γιατί ο Βασιλείου ήθελε να υπάρχει συνεχώς κόσμος γύρω του. Οταν ο ζωγράφος έφυγε από τη ζωή, η σύζυγός του Κική, έλεγε στις κόρες της Δροσούλα και Δήμητρα ότι θέλει αυτό το σπίτι, το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο σύζυγός της, να γίνει μουσείο.
Τελικά, αυτή η ιδέα υλοποιήθηκε από τις κόρες και τις εγγονές του, το 2001. Άρχισαν αμέσως οι εργασίες για να γίνουν οι απαραίτητες μετατροπές (φωτισμός, κλιματισμός κ.λπ.), έγινε αίτημα προς το υπουργείο Πολιτισμού και δόθηκε επιδότηση από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, για να διαμορφωθεί το σπίτι-ατελιέ σε μουσείο. Τα εγκαίνια έγιναν την Καθαρή Δευτέρα του 2004. Τα πρώτα χρόνια το μουσείο είχε τεράστια απήχηση.
Όμως, από το 2009, μετά την έναρξη της κρίσης στην Ελλάδα, η προσέλευση του κόσμου άρχισε να μειώνεται σημαντικά και το μουσείο άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Ένας καθημερινός αγώνας άρχισε για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του μουσείου. Το καλοκαίρι του 2014 ανέλαβαν οι εγγονές του ζωγράφου Λούση Έλλιοτ (η πιο μικρή κόρη της Δροσούλας Βασιλείου) και Αντώνια Φωτοπούλου (κόρη της Δήμητρας Βασιλείου).
Ωστόσο, η οικογένεια του Βασιλείου δεν μπορούσε πλέον να στηρίζει το μουσείο οικονομικά, κάτι που το έκανε τα τελευταία έξι χρόνια και αναγκάστηκε να προχωρήσει στο κλείσιμο του μουσείου το 2016.
Μαθητής του Νικολάου Λύτρα στην ΑΣΚΤ και με επιρροές από το Μπαρόκ και τη φλαμανδική ζωγραφική, τον Φ. Κόντογλου και τον Δ. Γαλάνη, διακρίθηκε με την αγάπη του για τα απλά πράγματα της καθημερινότητας, για τα αντικείμενα που εκφράζουν τον κόσμο που φεύγει, για ο,τιδήποτε εκ πρώτης όψεως ασήμαντο.
Τα παραδοσιακά φαγητά στο τραπέζι, ή τα αντικείμενα στα παλιατζίδικα αποκτούν έτσι ένα συμβολικό νόημα, παρά την ταπεινότητα και την απλότητά τους. Στην τεχνοτροπία του ζωγράφου είναι εμφανής η σχέση του με τη βυζαντινή τέχνη (κυλινδρικότητα των μορφών κ.λπ.) όσο και με το Μπαρόκ (ηθογραφική διάθεση).
Ο Σ. Βασιλείου πρώτος μετέφερε την ηθογραφία από τον υπαιθριστικό χώρο στον αστικό, σε μια Αθήνα που αυτές τις δεκαετίες μεταβαλλόταν συνεχώς.