«Στη ζωή νωρίς νυχτώνει». Το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου, αποτελεί ένα βιβλίο για τις γενιές που έρχονται, για τις πληγές των μικρών λαών, για το δικαίωμα του να είσαι άνθρωπος μέσα σε μια δική σου πατρίδα.
Η Άρια και η Οριάνθη ανταμώνουν το καλοκαίρι του 1963 από κάποια ευλογημένη συγκυρία. Όμως, ένα μοιραίο γεγονός διακόπτει πρόωρα την εξελισσόμενη φιλία τους. Οι δυο κοπέλες χάνονται μέσα στα δράματα που η ζωή τούς επιφυλάσσει. Στον κύκλο της η καθεμιά παρασύρεται από τους στροβίλους των γεγονότων. Η Οριάνθη τραυματικά, η Άρια λιγότερο οδυνηρά. Ύστερα από πολλά χρόνια, οι συμπτώσεις τις φέρνουν και πάλι κοντά, για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους και να αντιληφθούν ότι όλα όσα έζησαν μοιάζουν σαν να μην τα βίωσαν οι ίδιες αλλά κάποιος άλλος, θαρρείς και κινούσε τα νήματα της ύπαρξής τους ένας αόρατος, ραδιούργος κουκλοπαίκτης.
Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα και από την Αθήνα και τον Καναδά του αντιδικτατορικού αγώνα μέχρι τον Λίβανο του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, το μυθιστόρημα ακροβατεί ανάμεσα στην καταστροφή και την αναδημιουργία, στο παρελθόν και το παρόν, στην Ανατολή και τη Δύση.
Λίγο πριν κυκλοφορήσει, διαβάζουμε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της Ελένης Πριοβόλου:
Κάθεται στο ψυχρό πλαστικό κάθισμα του προθαλάμου. Συνήθως δεν αργούν να την καλέσουν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Το παράθυρο απέναντί της είναι ανοιχτό και μπαίνει ένα αεράκι ευώδες από τις ολάνθιστες νεραντζιές του περιβόλου.
«Και νεκρό ανασταίνουν», σκέφτεται και γελάει με την ίδια της τη σκέψη. Δεν προσδοκά καμία ανάσταση. Ανοίγει το σακίδιο και βγάζει το βιβλίο που πάντα κουβαλάει μαζί της για να τη συντροφεύει στις αναμονές. Η άκαρπη ώρα της αναμονής την κουράζει ψυχικά. Από το σακίδιο αναδύεται η μυρωδιά της φούστας. Παλιά μυρωδιά, με επίγευση γαζίας. Η μητέρα συνήθιζε να βάζει άνθη γαζίας στα ρούχα για το σκώρο. Μάλλον επρόκειτο για ένα ακόμα πείσμα της, αφού όλοι τής έλεγαν πως η λεβάντα είναι αυτή που διώχνει το σκώρο. Έχει την εντύπωση πως η μυρωδιά εξατμίζεται, και την καλύπτει προστατευτικά σε κουκούλι ονείρου. Κλείνει το σάκο. Αφήνει το όνειρο προφυλαγμένο στο λήθαργό του.
Κρατάει το βιβλίο της. Βιρτζίνια Γουλφ: Κυρία Νταλογουέι. Έχει πάψει ν’ αγοράζει βιβλία. Επιστρέφει στα παλιά της. Ιδιαίτερα σ’ εκείνα με τα οποία διατηρεί ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς. Έχει γίνει συνδρομήτρια και στη δημοτική βιβλιοθήκη. Δεν θέλει να προσθέτει καινούργια, τώρα που δεν ξέρει αν θα μείνει πίσω ή θα διαβεί οριστικά τα σύνορα προς τον ακατοίκητο κόσμο. Φοβάται ότι τα βιβλία της θα πεταχτούν ή θα δοθούν όπως όπως. Κανένα από τα παιδιά της δεν αγαπάει την ανάγνωση. Είναι κολλημένα στην τεχνολογία. Η Όλια ίσως, αλλά προτιμάει τα ξενόγλωσσα, κυρίως τα ταξιδιωτικά. Σκέφτεται ν’ αρχίσει να κάνει δωρεές στις βιβλιοθήκες των ιδρυμάτων. Την προηγούμενη εβδομάδα έστειλε πενήντα λογοτεχνικά βιβλία στις γυναικείες φυλακές του Κορυδαλλού. Όμως, σαν ανοίγει το πρωί τα μάτια και αντικρίζει μια ακόμα μέρα, το αναβάλλει. Πάντα λέει στον εαυτό της ότι μπορεί να μην είναι αμετάκλητη η έξοδός της προς το σύμπαν. Το βιβλίο μένει κλειστό στα γόνατά της. Οι σκέψεις –περικοκλάδες γαντζωμένες στα νήματα του μυαλού– δεν την αφήνουν να συγκεντρωθεί στην ανάγνωση. Δεν την τραβούν οι λέξεις, αλλά η μαιευτική μέθοδος διαλόγου με τον εαυτό της. Ανάμεσα στη βουή των εσωτερικών φωνών της, ξεχωρίζει απ’ έξω το κελάηδημα ενός πουλιού. Κοιτάζει από το φεγγίτη. Δεν γνωρίζει από πουλιά, αλλά αυτό που κάθεται στο κλαρί της ανθισμένης νεραντζιάς τής προσφέρει μια ευλογημένη συγκίνηση. Έμαθε κάθε τετριμμένο ρόλο, εκτός από το να είναι πλάσμα της φύσης. Και να που ένα πουλάκι τής το διδάσκει τώρα. Ή η ίδια δεν αγνοεί το κάλεσμα. Έχουν πια μεγάλη αξία στη ζωή της όσα παλιά προσπερνούσε.
Απαλός βηματισμός την κάνει να στρέψει το βλέμμα στην αρχή του διαδρόμου. Βλέπει ένα πανύψηλο κορίτσι να πλησιάζει. Η ανοιχτή ιατρική ρόμπα ανεμίζει.
Λιγνή και αεράτη η μελαχρινή –σχεδόν μελαψή– καλλονή, φτάνει, κοντοστέκεται με ευγένεια και ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο σημειωματάριο που κρατάει στο χέρι. «Είστε η Άρια Χαϊδεμένου». «Μάλιστα». «Είμαι η γιατρός που θα επιβλέπει τη θεραπεία σας. Οζ Τσαμούν». Η νεαρή επιστήμονας τη χαιρετά διά χειραψίας και ξεκινά μια προκαταρτική κουβέντα μέχρι να βγει ο προηγούμενος ασθενής. Την ευχαριστεί θερμά εκ μέρους όλης της ομάδας για την προσφορά της στην επιστήμη, αλλά και στον εαυτό της, αφού πιστεύει πως η εν λόγω θεραπεία θα αποδώσει τα μέγιστα. Η Οζ Τσαμούν έχει δυο τεράστια αμυγδαλωτά μάτια. Καταπράσινα. Πολύ ταιριαστά με το σταρένιο χρώμα της επιδερμίδας της. Μια ελαφριά χλομάδα στο πρόσωπο ξανοίγει κάπως το «αραβικό» σκούρο του δέρματος. Μιλάει με ηρεμία και σιγουριά. Της ζητάει να της περιγράψει μια τυπική ημέρα της, και η Άρια δεν διστάζει να υπερηφανευτεί ότι πάλεψε πολύ κατά τη διάρκεια της αρρώστιας της να ζει φυσιολογικά, να μην παραιτηθεί από τις αγαπημένες της ασχολίες, παραλείποντας σε πρώτη φάση να κάνει συγκεκριμένες αναφορές στις συνήθειές της. Χωρίς να μπορεί να δώσει κάποια ερμηνεία, η σκέψη της πηγαίνει στη φούστα που έχει στο σακίδιο. Θα ταίριαζε πολύ σ’ αυτή τη γυναίκα, αλλά με τι θάρρος να τη δωρίσει σε μια ξένη; Και γιατί να υπάρχουν πάντα κίνητρα; Τελικά, ακυρώνει ως άτοπο το συνειρμό της.
Το πουλί έχει καθίσει στο εξωτερικό περβάζι του φεγγίτη και συνεχίζει να κελαηδά εξαίσια. Η γιατρός το πλησιάζει αθόρυβα. «Μικρούλη μου, γλυκέ μου!» Η κίνησή της συνεπαίρνει την Άρια, που σηκώνεται και στέκεται πιο πίσω. «Τι πουλί είναι; Το αναγνωρίζετε;» Η γυναίκα την κοιτάζει χαμογελώντας. «Σπίνος», της απαντάει με σιγουριά. Η Άρια την ευχαριστεί και της αποκαλύπτει με ειλικρίνεια: «Ξέρετε, ενώ ακούω τα πουλιά και συχνά είναι η μόνη μουσική που με συντροφεύει, δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να μάθω τα ονόματά τους». Η γιατρός μοιάζει να επιθυμεί μια διαφορετική κουβέντα μαζί της. «Εγώ, πάλι, έχω μια μανία να μαθαίνω τα ονόματα των πουλιών που μας τραγουδούν στην πόλη. Τι λέτε κι εσείς; Δεν είναι μαγικό να ακούς κελαηδίσματα ανάμεσα σε τόσους θορύβους; Όσο για το πάρκο του νοσοκομείου, έχει μετατραπεί πραγματικά σε αποικία πτηνών. Όπου βρουν φυλλωσιά τα καημένα...» Σωπαίνει για λίγο και συμπληρώνει: «Η γιαγιά μου λατρεύει τα πουλιά. Όταν ήμουν μικρή, μου μάθαινε τα ονόματά τους. Ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδί».
Το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου Στη ζωή νωρίς νυχτώνει κυκλοφορεί τη Δευτέρα 18 Μαρτίου