«Σε άριστη κατάσταση βρίσκεται το σύστημα ασφαλείας της Εθνικής Πινακοθήκης» αναφέρει σήμερα σε ανακοίνωσή του το ΔΣ της Εθνικής Πινακοθήκης, απαντώντας στο πόρισμα της Γενικής Επιθεώρησης Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ).
Και ενώ το αποτέλεσμα της έρευνας μετά την κλοπή της 9ης Ιανουαρίου, κρίνει ανεπαρκή τα μέτρα φύλαξης της Εθνικής Πινακοθήκης και επιρρίπτει ευθύνες στη διοίκηση, το ΔΣ της Εθνικής Πινακοθήκης, θεωρεί ότι πολλές από τις αναφορές του πορίσματος «δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
«Τόσο το σύστημα ασφαλείας το οποίο χαρακτηρίστηκε στον τύπο «διάτρητο», όσο και η κατάσταση λειτουργίας του (ενδοεπικοινωνία, μπαταρίες, κασέτες καταγραφής κ.λ.π.) βρίσκονται σε άριστη κατάσταση και συντηρούνται διαρκώς σε στενή συνεργασία με την εταιρεία παροχής συστημάτων ελέγχου».
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Πινακοθήκης, το οποίο συνεδρίασε εκτάκτως την Τρίτη 24/4, προκειμένου να ενημερωθεί για τα αποτελέσματα της έρευνας της ΓΕΔΔ, σχολιάζει μεταξύ άλλων ότι «εκ των πραγμάτων η έκθεση της ΓΕΔΔ δεν μπορεί να είναι πλήρης, εφόσον δεν εξετάστηκαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι για την ασφάλεια της Εθνικής Πινακοθήκης».
Διαβεβαιώνει ότι «τα συστήματα ασφαλείας της Εθνικής Πινακοθήκης, είναι απολύτως αξιόπιστα, σε καλή κατάσταση λειτουργίας και συντήρησης όπως άλλωστε αναφέρεται στην έκθεση της ΓΕΔΔ, σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις της εταιρίας συντήρησης».
Τονίζει ότι «τα πρόσθετα μέτρα τα οποία ελήφθησαν δεν θα είναι ποτέ επαρκή αν δεν υποστηρίζονται από το αντίστοιχο σε αριθμό προσωπικό φύλαξης, το οποίο η διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης κατ' επανάληψη είχε ζητήσει από το ΥΠ.ΠΟ.Τ., πριν το ατυχές συμβάν»
Όσο για την ευθύνη παρακολούθησης της ασφάλειας της Εθνικής Πινακοθήκης, αυτή αποτελεί, «αποκλειστική αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Διοικητικού-Οικονομικού της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου» συνεχίζει και «για ευνόητους λόγους ασφαλείας είναι σε γνώση μόνον των υπαλλήλων που ασχολούνται με τη φύλαξη της Πινακοθήκης».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία», καταλήγει η ανακοίνωση της Εθνικής Πινακοθήκης «ότι σε περιόδους κρίσης γίνονται περιορισμοί δαπανών κυρίως στον δημόσιο τομέα και επιβραδύνονται οι εκσυγχρονισμοί των συστημάτων ασφαλείας που ακολουθούν το γρήγορο ρυθμό της τεχνολογίας».