Η απόδειξη της ενοχής ενός κατηγορουμένου δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Συμβαίνει συχνά οι υποψίες των διωκτικών Αρχών να στραφούν εναντίον αθώων στα πρώτα στάδια των ερευνών.
Αλλά πιο τραγική είναι η μοίρα εκείνων που τελικά δικάζονται, καταδικάζονται, οδηγούνται στη φυλακή και τελικά τους στερούν ό,τι σημαντικότερο, την ίδια τους τη ζωή, για εγκλήματα που δεν διέπραξαν - θύματα περιστάσεων, προκαταλήψεων, αμέλειας της αστυνομίας ή εσκεμμένης παραποίησης στοιχείων, κακοδικίας...
Χάρι Γκλίσον
Η υπόθεση της δολοφονίας το 1940 της Μολ Μακάρθι, μιας πασίγνωστης ιερόδουλης συγκλόνισε την τοπική κοινωνία της κομητείας Τίπερερι στην Ιρλανδία. Η γυναίκα είχε αποκτήσει επτά παιδιά με πελάτες τους και είχε δώσει σε όλα τα ονόματα των πατεράδων τους φέρνοντας τους ίδιους αλλά και ολόκληρη την κωμόπολη σε δύσκολη θέση. Την ίδια εποχή εκφράζονταν φόβοι ότι η Μακάρθι ίσως έδινε πληροφορίες στους Βρετανούς κατά του ΙRA είτε εκούσια, είτε επειδή δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα της κλειστό.
Το πτώμα της άτυχης γυναίκας με δύο σφαίρες στο κεφάλι βρήκε ο Χάρι Γκλίσον σε χωράφι του θείου του. Όταν τον ανέκρινε η αστυνομία ο αγρότης υποστήριξε ότι δεν τη γνώριζε, ίσως γιατί δεν ήθελε λόγω της κακής της φήμης να συνδεθεί μαζί του. Αλλά με το ψέμα αυτό κίνησε της υποψίες των διωκτικών αρχών, που του απήγγειλαν κατηγορίες για το φόνο. Όπως υπέθεσαν ο Γκλίσον ήταν ο πατέρας ενός απ’ τα παιδιά της και την είχε σκοτώσει για να της κλείσει το στόμα. Αποδεικτικά στοιχεία, δεν υπήρχαν, όμως, ενώ μάρτυρες που θα μπορούσαν να καταθέσουν υπέρ του δεν κλήθηκαν ποτέ στο δικαστήριο. Όπως αποδείχθηκε η αστυνομία απέκρυψε στοιχεία, που θα μπορούσαν να απαλλάξουν τον Γκλίσον, ενώ παραποιήθηκαν και ιατρικά ντοκουμέντα.
Η ουσία είναι ότι το μόνο που συνέδεε τον Γκλίσον με την Μολ Μακάρθι ήταν ότι αυτός βρήκε το πτώμα της. Και το μόνο ενοχοποιητικό στοιχείο εις βάρος του ήταν ότι είπε ψέματα ότι δεν γνώριζε μια πασίγνωστη στην κωμόπολη ιερόδουλη, που βρέθηκε δολοφονημένη στο χωράφι του θείου του. Τελικά όχι μόνον καταδικάστηκε, αλλά και εκτελέστηκε το 1941.
Ντέρεκ Μπέντλεϊ
Το Νοέμβριο του 1952 το μεταπολεμικό Λονδίνο συγκλονίστηκε από το φόνο ενός αστυνομικού και την αμείλικτη καταδίκη δύο νεαρών, που δίχασε την βρετανική κοινή γνώμη. Ο Ντέρεκ Μπέντλεϊ, ένας διανοητικά καθυστερημένος 19χρονος με μυαλό 11χρονου, που μπαινόβγαινε σε ιδρύματα και φυλακές διέρρηξε μαζί με τον 16χρονο φίλο του Κρίστοφερ Κρεγκ ένα κατάστημα. Όταν σήμανε ο συναγερμός κι έφθασε η αστυνομία, οι δύο νεαροί προσπάθησαν να κρυφτούν στη στέγη, αλλά τους αντιλήφθηκε ένας εξ’ αυτών, ο Φρέντερικ Φέρφαξ, τους κυνήγησε και έπιασε τον Μπέντλεϊ. Παλεύοντας εκείνος κατάφερε να απελευθερωθεί και φώναξε στο φίλο του μια αινιγματική φράση, που στάθηκε ικανή να στείλει και τους δύο στην αγχόνη:"Let him have it"! Ο Κρέγκ πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Φέρφαξ, αλλά όχι σοβαρά, αφού γρήγορα σηκώθηκε και κατάφερε να ξαναπιάσει τον 19χρονο ξαπλώνοντάς τον στο έδαφος με μια γροθιά.
Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα ένας άλλος αστυνομικός, ο Σίντνεϊ Μάιλς μπούκαρε στη στέγη, όπου παρέμενε ταμπουρωμένος ο Κρεγκ κι εκείνος τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Πήδηξε στη συνέχεια από τη στέγη, αλλά έσπασε τη σπονδυλική του στήλη.
Στη δίκη που ακολούθησε ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι ο Μπέντλεϊ με τη φράση του ώθησε τον Κρεγκ να σκοτώσει , μολονότι ο 19χρονος είχε ήδη συλληφθεί και δεν ήταν παρών τη στιγμή του φόνου στη στέγη. Κρίθηκαν ένοχοι και επειδή ο Κρεγκ ήταν ανήλικος, στάλθηκε ο ΜπέντλεΪ στην αγχόνη τον Ιανουάριο του 1953.
Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερις δεκαετίες για να αναγνωρίσει η βρετανική Δικαιοσύνη το λάθος της.
Tζόι Αρίντι
Ανάλογη είναι και η περίπτωση του Τζόι Αρίντι που είχε χαμηλότατο δείκτη νοημοσύνης και η μεγαλύτερη απόλαυσή του στην ύστερη εφηβεία του ήταν να παίζει με τα τρενάκια του και να τρώει παγωτό. Το 1936 σε ηλικία 20 ετών κατηγορήθηκε για το βιασμό και το φόνο μιας 15χρονης, της Ντόροθι Ντρέιν, στο Πουέμπλο του Κολοράντο, καθώς και για την απόπειρα φόνου της 12χρονης αδελφής της με ένα τσεκούρι ενώ κοιμόντουσαν. Φέρεται μάλιστα να ομολόγησε την ενοχή του, αν και λόγω της νοητικής του υστέρησης ήταν σαφές ότι ούτε κατάλαβε τι ανέφερε η ομολογία που υπέγραψε, ούτε είχε τις διανοητικές ικανότητες να διαπράξει φόνους. Ωστόσο, καταδικάστηκε και στα τρία χρόνια που περίμενε στο κελί του να έρθει η ώρα της εκτέλεσής του, περνούσε το χρόνο του παίζοντας με το τρενάκι του. Το τελευταίο γεύμα του ήταν παγωτό.
Τελικά εκτελέσθηκε σε ηλικία 23 ετών. Ένας φίλος του πατέρα των κοριτσιών, ο Φρανκ Αγκιλάρ ομολόγησε αργότερα το έγκλημα...
Τίμοθι Έβανς
Ο Τίμοθι Έβανς είχε μετακομίσει σ’ ένα διαμέρισμα στο Νότινγκ Χιλ του Λονδίνου το 1948 με τη γυναίκα του Μπέριλ και την κόρη τους. Στο ισόγειο έμενε ένας άνδρας ονόματι Τζον Κρίστι. Ο νεαρός Ουαλός με νοημοσύνη κάτω του μέσου όρου και ουσιαστικά αναλφάβητος δυσκολευόταν να συντηρήσει τη φαμίλια του κι όταν η γυναίκα του του είπε ότι είχε μείνει έγκυος, αποφάσισαν να κάνουν έκτρωση, αν και ήταν παράνομο. Στις 30 Νοεμβρίου του 1949 ο Έβανς πήγε στην αστυνομία και με συγκεχυμένες φράσεις είπε ότι ο γείτονάς του είχε κάνει την έκτρωση στη γυναίκα του, αλλά εκείνη πέθανε. Είπε ακόμη ότι του πήρε την κόρη του και την έδωσε σ’ ένα άγνωστο άτομο κι αρνιόταν να του επιτρέψει να τη δει. Όταν πήγαν οι αστυνομικοί στο σπίτι και το ερεύνησαν, βρήκαν κρυμμένες στο πλυσταριό τις σορούς της Μπέριλ και της μικρής με εμφανή ίχνη στραγγαλισμού.
Ο Έβανς φέρεται να ομολόγησε το φόνο της γυναίκας του, αλλά όπως αποδείχθηκε αργότερα την ομολογία την έγραψαν οι αστυνομικοί και την παρουσίασαν στον αναλφάβητο άνδρα να την υπογράψει. Εγκληματολογικά αποδεικτικά στοιχεία δεν υπήρχαν κι ο Έβανς αναίρεσε την «ομολογία» επιμένοντας ότι ο Τζον Κρίστι είχε διαπράξει τα εγκλήματα. Αλλά το σώμα των ενόρκων δεν χρειάστηκε πάνω από 40 λεπτά για να κρίνει ένοχο τον Έβανς, που οδηγήθηκε στην αγχόνη στις 9 Μαρτίου του 1950.
Τρία χρόνια αργότερα η αστυνομία ανακάλυψε αρκετά πτώματα στη διεύθυνση κατοικίας του Έβανς. Βρήκαν μάλιστα το μηριαίο οστό μιας γυναίκας να εξέχει από το έδαφος κοντά στον φράκτη του κήπου του Τζον Κρίστι. Κάποια απ’ αυτά τα πτώματα πρέπει να βρίσκονταν στον κήπο όταν οι αστυνομικοί ερεύνησαν το σπίτι, αλλά δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να ψάξουν πέρα απ’ το πλυσταριό.. Τελικά ο Κρίστι καταδικάστηκε για το φόνο τουλάχιστον οκτώ ανθρώπων και εκτελέστηκε τον Ιούλιο του 1953. Ο Έβανς δικαιώθηκε το 1966, όταν του απονεμήθηκε χάρη μετά θάνατον, έναν χρόνο αφότου η συγκλονιστική του υπόθεση οδήγησε στην κατάργηση της θανατικής ποινής στη Βρετανία...
Τζον Πέρι
Το 1660 ο μεγαλοκτηματίας Γουίλιαμ Χάρισον πήγε στο Κάμπντεν της Αγγλίας για να εισπράξει τα νοίκια, όπως συνήθιζε. Όταν όμως άργησε να επιστρέψει ο υπηρέτης του, Τζον Πέρι κι ο γιος του τελευταίου βγήκαν να τον αναζητήσουν, αλλά το μόνο που βρήκαν ήταν το καπέλο, το πουκάμισο και το κολάρο του καταματωμένα σ’ ένα δρόμο, όπως είπαν. Η αστυνομία συνέλαβε τον Πέρι για το φόνο του αφεντικού του κι όταν τον πίεσαν στην ανάκριση, κατηγόρησε τη μητέρα του και τον αδελφό του ότι σκότωσαν τον Χάρισον για τα λεφτά του. Στη δίκη του ο Πέρι είπε ότι ήταν δική του ιδέα ο φόνος του Χάρισον και περιέγραψε με λεπτομέρειες ποιος και πώς το έκανε. Ελλείψει πτώματος, όμως, ο δικαστής αρνήθηκε να τους καταδικάσει για φόνο. Τους απήγγειλε κατηγορία για ληστεία, αλλά τους απένειμε χάρη. Ωστόσο, μια που ο Πέρι επέμενε για την ενοχή του ίδιου και της μητέρας και του αδελφού του ένας άλλος δικαστής τους έκρινε ένοχους για φόνο και τους κρέμασαν το 1661.
Μόνον που έναν χρόνο αργότερα εμφανίστηκε ξαφνικά το «θύμα». Ο Χάρισον ξεφούρνισε μια απίστευτη ιστορία ότι τον είχαν απαγάγει πειρατές, τον λήστεψαν και τον πούλησαν σκλάβο, αλλά τον έσωσε ένας γιατρός και στη συνέχεια τον βρήκαν κάποιοι φίλοι και πλήρωσαν τα έξοδα επιστροφής του στο σπίτι του. Αν και κανείς δεν πίστεψε την ιστορία του, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν είχε πέσει θύμα δολοφονίας και μια ολόκληρη οικογένεια είχε οδηγηθεί άδικα στην αγχόνη.
Τζορτζ Στίνεϊ
Το 1944 ο Τζορτζ Στίνεϊ έγινε ο νεαρότερος Αμερικανός που εκτελέστηκε στις ΗΠΑ τον 20ου αιώνα. Ο 14χρονος Αφροαμερικανός καταδικάστηκε για τον φόνο δύο λευκών κοριτσιών στη Νότια Καρολίνα σε μια δίκη που διήρκεσε λιγότερο από τρεις ώρες και δεν παρουσιάστηκαν αποδεικτικά στοιχεία! Το σώμα των ενόρκων αποτελούνταν αποκλειστικά από λευκούς, που χρειάστηκαν μόλις δέκα λεπτά για να βγάλουν την ετυμηγορία τους...
Στη διάρκεια της ανάκρισης η αστυνομία απαγόρευσε στο παιδί να δει συγγενείς και φίλους του, ή ακόμη και δικηγόρους και λέγεται ότι ήταν τόσο τρομοκρατημένος που θα ομολογούσε ό,τι του ζητούσαν. Το μόνο στοιχείο που τον συνέδεε με τα θύματα ήταν ότι αυτός κι η αδελφή του ήταν τα τελευταία άτομα που είδαν ζωντανά τα κορίτσια.
Μόλις τρεις μήνες πέρασαν από τη σύλληψη μέχρι την εκτέλεσή του. Ήταν τόσο μικροκαμωμένος, ώστε τον έβαλαν να καθίσει πάνω σε μια βίβλο στην ηλεκτρική καρέκλα για να μπορέσουν να τον δέσουν!
Η αδελφή του κι άλλα μέλη της οικογένειάς του δεν έπαψαν ποτέ να ζητούν την αποκατάσταση του ονόματός του και το πέτυχαν τελικά το 2014, όταν η δικαστής Κάρμεν Μιούλεν απεφάνθη υπέρ της αποκατάστασης του νεαρού επισημαίνοντας στο σκεπτικό της απόφασής της ότι η ταχύτητα, με την οποία το τότε δικαστήριο καταδίκασε το νεαρό αγόρι ήταν σοκαριστική και εξαιρετικά άδικη, χαρακτηρίζοντας την καταδίκη ως μια «απίστευτη υπόθεση κακοδικίας».
Τζορτζ Κέλι
Το 1949 ένας ιδιοκτήτης κινηματογράφου κι ο βοηθός του έπεσαν νεκροί στη διάρκεια μιας αποτυχημένης ληστείας στο Λίβερπουλ από τις σφαίρες ενός άνδρα που εισέβαλε στο γραφείο τους την ώρα που μετρούσαν τις εισπράξεις της ημέρας. Ο δράστης διέφυγε χωρίς να πάρει τα χρήματα. Η αστυνομία βρισκόταν υπό έντονη πίεση να διαλευκάνει την υπόθεση κι είχε ήδη ανακρίνει χιλιάδες άτομα, όταν έλαβε μια ανώνυμη επιστολή που υποδείκνυε ως δράστη του φόνου τον Τζορτζ Κέλι και τσιλιαδόρο του τον Τσαρλς Κόνολι.
Οι δύο άνδρες κάθισαν μαζί στο εδώλιο στην πρώτη δίκη, αλλά το σώμα των ενόρκων δεν μπόρεσε να βγάλει ετυμηγορία κι έτσι δικάστηκαν ξανά χωριστά. Ο Κόνολι δήλωσε ένοχος για ληστεία, αλλά ο Κέλι επέμενε ότι δεν είχε καμία σχέση με το έγκλημα. Μολαταύτα καταδικάστηκε και οδηγήθηκε στην κρεμάλα το 1950.
53 χρόνια αργότερα οι δύο άνδρες απηλλάγησαν, αφού όπως αποδείχθηκε οι ένορκοι στην πρώτη δίκη, που διήρκεσε 13 μέρες, δεν έμαθαν ποτέ ότι ένας άλλος άνδρας, ονόματι Ντόναλντ Τζόνσον, είχε ομολογήσει τους φόνους. Είχε συλληφθεί, αλλά αφέθηκε ελεύθερος μετά την ανώνυμη επιστολή που ενέπλεκε τον Κέλι και τον Κόνολι. Την ομολογία του Τζόνσον ανακάλυψε τυχαία ένας πολίτης το 1991, που ερευνούσε την υπόθεση και του δόθηκε πρόσβαση σε φακέλους της αστυνομίας.
Μάιλς Τζόις
Το 1882 μια ολόκληρη οικογένεια έπεσε θύμα άγριας δολοφονίας στο σπίτι τους στην Ιρλανδία. Δέκα ύποπτοι συνελήφθησαν για τον φόνο του Τζον Τζόις, της γυναίκας του, των δύο παιδιών τους και της μητέρας του κι ενώ επέκειτο η δίκη, δύο εξ’ αυτών έκαναν συμφωνία με την αστυνομία να «αναγνωρίσουν» τους δράστες, υποδεικνύοντας μεταξύ άλλων τον Μάιλς Τζόις, που δεν είχε καμία σχέση με τα θύματα.
Ο Τζόις μιλούσε ιρλανδέζικα, αλλά το δικαστήριο δεν του διέθεσε διερμηνέα με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει τίποτε. Μόνον η ετυμηγορία μεταφράστηκε από τα Αγγλικά στα Ιρλανδέζικα. Σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ο κατηγορούμενος επέμενε για την αθωότητά του σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε το δικαστήριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ένορκοι χρειάστηκαν μόλις έξι λεπτά για να τον βγάλουν ένοχο.
Αν και δύο από τους υπόλοιπους καταδικασθέντες ομολόγησαν την ενοχή τους κι είπαν ότι ο Τζόις δεν είχε πάρει μέρος στις δολοφονίες, κρίθηκε ότι ήταν πολύ αργά πια για να σταματήσει η εκτέλεση με αποτέλεσμα ένας αθώος να οδηγηθεί στην αγχόνη το 1882. Την ώρα που ανέβαινε στο ικρίωμα αναφώνησε «Θα δω σε λίγο τον Ιησού Χριστό. Κι Εκείνον άδικα τον σταύρωσαν».
Τελικά ο Τζόις αθωώθηκε πέρυσι με απόφαση του ιρλανδικού κοινοβουλίου.
Tενγκ Σινγκσάν
Το 1989 ο Τενγκ Σινγκσάν εκτελέστηκε για τον φόνο της Σι Ζιαορόνγκ στην Κίνα. Η γυναίκα είχε εξαφανιστεί έναν μήνα πριν τον εντοπισμό ενός διαμελισμένου πτώματος στον ποταμό Μαγιάνγκ της κεντρικής επαρχίας Χουνάν, που σύμφωνα με την αστυνομία ανήκε στη Ζιαρόνγκ. Μάλιστα επειδή ο άγνωστος δράστης είχε διαμελίσει με «επαγγελματικό τρόπο» το πτώμα, οι υποψίες στράφηκαν στον Τενγκ Σινγκσάν, που ήταν χασάπης. Υποστηρίχθηκε δε επίσης ότι οι δυό τους είχαν σεξουαλικές σχέσεις κι ότι ο Τενγκ υποπτευόταν την Σι ότι τον έκλεβε. Ο Τενγκ επέμενε ότι ήταν αθώος, αλλά η ετυμηγορία του δικαστηρίου ανέφερε ότι είχε ομολογήσει «αυτοβούλως»...
Φανταστείτε την έκπληξη όλων στην πόλη, όταν τέσσερα χρόνια μετά την εκτέλεση του Τενγκ εμφανίστηκε η Σι δηλώνοντας ότι είχε πέσει θύμα απαγωγής κι ότι την είχαν πουλήσει ως «σύζυγο» σε κάποια άλλη κινεζική επαρχία. Το 2005 η γυναίκα κάλεσε τις Αρχές να αναθεωρήσουν την καταδικαστική απόφαση εις βάρος του Τενγκ για να αποκατασταθεί έστω και μετά θάνατον η φήμη του. Όπως είπε, ούτε που τον είχε ποτέ συναντήσει στη ζωή της. Τελικά ο Τενγκ αθωώθηκε τον επόμενο χρόνο...
Τόμας και Μικς Γκρίφιν
Τον Απρίλιο του 1913, ένας βετεράνος του εμφυλίου Πολέμου που είχε πολεμήσει με τους Νότιους, ο 73χρονος Τζον Κ. Λιούις, βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του στη Νότια Καρολίνα. Ήταν γνωστό ότι είχε σχέσεις με μια παντρεμένη Αφροαμερικανή κι οι υποψίες στράφηκαν εξ’ αρχής στον άνδρα της. Ωστόσο, προφανώς για να αποφευχθεί το σκάνδαλο, λέγεται ότι η αστυνομία αποφάσισε να μην ασχοληθεί με τον σύζυγο, μολονότι όταν πήγαν να τον ανακρίνουν τον βρήκαν να φορά ματωμένο παντελόνι και να έχει πακετάρει τα πράγματά του.
Έτσι συνέλαβαν έναν άλλον άνδρα, που υποστήριξε στην αρχή ότι ήταν τσιλιαδόρος του απατημένου συζύγου, όσο εκείνος δολοφονούσε τον Λιούις. Αργότερα ωστόσο, άλλαξε την κατάθεσή του με την υπόσχεση μειωμένης ποινής εμπλέκοντας τους αδελφούς Τόμας και Μικς Γκρίφιν, τους πλουσιότερους Αφροαμερικανούς της κομητείας Τσέστερ. Πιστεύεται ότι ενεπλάκησαν επειδή μπορούσαν να πληρώσουν έναν ακριβό συνήγορο και επειδή θεωρήθηκε ότι θα απαλλαχθούν των κατηγοριών δεδομένου ότι ήταν αθώοι.
Αλλά ο δικαστής είχε άλλη γνώμη, αφού τήρησε εχθρική στάση απέναντί τους, πιθανώς λόγω της κοινωνικής τους θέσης, της μεγάλης περιουσίας και του χρώματος της επιδερμίδας τους. Κι έτσι μετά από μια δίκη-παρωδία τα δύο αδέλφια κρίθηκαν ένοχα και εστάλησαν στην ηλεκτρική καρέκλα.
Τελικά μετά από ενέργειες ενός απογόνου τους απηλλάγησαν από τον κυβερνήτη της Νότιας Καρολίνα το 2009.