Ως νέο Βίλι Μπραντ χαρακτηρίζει η Zeit τον Αλέξη Τσίπρα, επικεφαλής μιας κυβέρνησης «που αποφάσισε να κολυμπήσει κόντρα στο ρεύμα του εθνικισμού, που σαρώνει την υφήλιο», προωθώντας την επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών.
«Πώς τα κατάφερε ειδικά ο Τσίπρας; Δεν ήταν αυτός που πριν από τέσσερα χρόνια έθεσε σε κίνδυνο την ενότητα της ευρωζώνης με κραυγές και έλλειψη διάθεσης συμβιβασμού; Και τώρα σαν νέος Βίλι Μπραντ αντιλαμβάνεται την ανάγκη της έξυπνης πολιτικής, όπως κατέστησε κάποτε η Ostpolitik εφικτή την αποκλιμάκωση στις σχέσεις Δυτικής -Ανατολικής Γερμανίας και την προσέγγιση Ανατολής και Δύσης. Η συμφωνία των Πρεσπών είναι η πρώτη πραγματικά καλή είδηση από την Ευρώπη για τον κόσμο εδώ και πολύ καιρό», σημειώνει στο άρθρο γνώμης η κεντροαριστερή γερμανική εφημερίδα επισημαίνοντας ότι τρεις είναι οι βασικοί λόγοι που η είδηση αυτή προέρχεται από τη συγκεκριμένη ελληνική κυβέρνηση: «ο Τσίπρας είναι αριστερός. Έχει ατσάλινα νεύρα και θάρρος».
«Η επιδίωξη της ειρήνης και της συμφιλίωσης στα μελαγχολικά βαλκανικά σύνορα στα βόρεια ήταν εδώ και καιρό υπόθεση της ελληνικής Αριστεράς. Τη δεκαετία του 1980 ο τότε πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου επέτρεψε τον επαναπατρισμό Ελλήνων, που είχαν φύγει ή εκδιωχθεί στον εμφύλιο πόλεμο.
Ο Τσίπρας συνεχίζει τώρα την παράδοση επιστέφοντάς την με την ιστορική συμφιλίωση στα βόρεια σύνορα. Αυτό δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τον ομόλογό του, τον Βορειομακεδόνα πρωθυπουργό Ζόραν Ζάεφ, έναν σοσιαλδημοκράτη. Οι δύο μισοαριστεροί πρωθυπουργοί συμφώνησαν ότι η κόντρα των δύο χωρών μεγαλύτερη ζημιά προκαλεί παρά ωφέλεια. Για τους ίδιους και τις εκλογικές τους πελατείες το όλο θέμα του μακεδονικού δεν ήταν ποτέ κεντρικής σημασίας. Η πρόκληση ήταν να το περάσουν απέναντι σε μαζικές αντιδράσεις.
Επί μακρό διάστημα φαινόταν ότι η συμφωνία θα αποτύγχανε παταγωδώς στην Ελλάδα. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας στις 12 Ιουνίου 2018 στις Πρέσπες ξεκίνησε μια ατέλειωτη σειρά διαδηλώσεων, ερίδων, αντεγκλήσεων. Ο Τσίπρας απέδειξε και πάλι ότι μπορεί να αντέξει. Το έδειξε και στην πολιτική της ευρωζώνης. Μετά τη στροφή του προς τη σοβαρή σοσιαλδημοκρατία προώθησε μεταρρυθμίσεις και ολοκλήρωσε το πρόγραμμα λιτότητας της Ελλάδας το 2018. Με το ίδιο πείσμα υπερασπίστηκε τη συμφωνία των Πρεσπών απέναντι σ’ όλες τις υστερίες και τις μετωπικές επιθέσεις.»
H Ζeit σημειώνει ότι παρά τις σφοδρές αντιδράσεις στην Ελλάδα και την άποψη έως και 70% των Ελλήνων ότι ο πρωθυπουργός ξεπούλησε μια εθνική υπόθεση αντί πινακίου φακής, εκείνος επιστράτευσε το θάρρος του. Και καταλήγει: «Ο Τσίπρας, που είχε κάποτε αποκτήσει φήμη λαϊκιστή στην Ευρώπη, δεν ακολούθησε το λαό, αλλά την προσωπική του πεποίθηση. Η δημοτικότητά του έτσι έπεσε στα τάρταρα. Ο συνασπισμός του με τους λαϊκιστές των ΑΝΕΛ κατέρρευσε όπως και η κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Τώρα απειλείται και το πολιτικό του μέλλον καθώς επίκεινται εκλογές φέτος στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ο Τσίπρας τρεκλίζει πίσω από τον συντηρητικό του αντίπαλο, Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας τάχθηκε καιροσκοπικά (αν και ο ίδιος προσωπικά δεν είναι λαϊκιστής και εθνικιστής) κατά της συμφωνίας των Πρεσπών. Αν χάσει στις εκλογές ο Τσίπρας φέτος, μπορεί να παρηγοριέται ότι έγραψε ιστορία...»