Τη θετική απήχηση που είχε στις αγορές η έκδοση του πενταετούς ελληνικού ομολόγου σχολιάζει το Bloomberg επισημαίνοντας το αυξημένο ενδιαφέρον των επενδυτών παρά το ότι η Ελλάδα βγαίνει χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
«Λίγα χρόνια αφότου λίγο έλειψε να προκαλέσει την διάλυση του ευρώ και την κατακρήμνιση των αγορών η Ελλάδα πούλησε ομόλογα 2,5 δισ. ευρώ για πρώτη φορά από τη λήξη του προγράμματος διάσωσης», αναφέρει το πρακτορείο σημειώνοντας ότι τα ομόλογα θα ωριμάσουν το 2024 και η απόδοσή τους θα φθάσει το 3,6%, μικρότερη του αρχικού στόχου έως 3,88%.
«Αν και η πτώση στην αναμενόμενη απόδοση είναι αξιοσημείωτη για την Ελλάδα, δεδομένης της ιστορίας της στις αγορές ομολόγων, αυτό που πραγματικά αξίζει να υπογραμμιστεί είναι ότι η ζήτηση είναι υψηλή, μολονότι πρόκειται για την πρώτη διάθεση ομολόγων της χώρας χωρίς τη στήριξη δανείων του ΔΝΤ...», αναφέρει το πρακτορείο.
Παραθέτει δε δηλώσεις αναλυτών, όπως του Jaime Costero της Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA, που σημειώνουν ότι παρά το δυσθεώρητο χρέος της Ελλάδας -το υψηλότερο στην ευρωζώνη με 182% του ΑΕΠ, έναντι περίπου 100% του ΑΕΠ της Ισπανίας- «βάσει των σταθμισμένων κινδύνων τα ελληνικά είναι μακράν τα πιο ελκυστικά ομόλογα στην ευρωζώνη αυτή τη στιγμή. Ως προς τις αξιολογήσεις η χώρα μπορεί να δει περαιτέρω βελτιώσεις κι αυτό ίσως συνεχίσει να βελτιώνει το προφίλ του κρατικού χρέους».
WSJ: «Βήμα προς την κανονικότητα»
Στη μεγάλη ζήτηση εστιάζει και η Wall Street Journal επισημαίνοντας ότι πρόκειται για την πρώτη έξοδο στις αγορές μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος στήριξης, μία κίνηση που η κυβέρνηση εκλαμβάνει ως ένα ακόμη βήμα προς την κανονικότητα.
«Κατά το προηγούμενο έτος, η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές είχε αποδειχθεί πιο επισφαλής από ότι είχε αρχικά υπολογίσει η ελληνική κυβέρνηση μετά το τέλος του προγράμματος διάσωσης τον Αύγουστο», αναφέρει το δημοσίευμα. Και συνεχίζει: «Η Αθήνα στράφηκε στις αγορές δύο φορές από τον Ιούλιο του 2017, αλλά αναγκάστηκε να αλλάξει τα σχέδιά της για περισσότερες δοκιμαστικές εκδόσεις λόγω των αναταράξεων στην αγορά από την κρίση στην Ιταλία και την Τουρκία. Η χθεσινή έξοδος θεωρήθηκε ως ευκαιρία για επιστροφή, αν και η έκδοση 10ετούς ομολόγου θεωρείται ακόμη παρακινδυνευμένη. Η χθεσινή χρονική συγκυρία θεωρήθηκε ευνοϊκή επειδή το κόστος δανεισμού είχε υποχωρήσει με αφορμή την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η συμφωνία αυτή δεν είναι καθόλου προσφιλής στην Ελλάδα και είναι πιθανό να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για τις επόμενες εκλογές, που ενδεχομένως να διεξαχθούν μέχρι τον Μάιο. Το κυβερνών κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπολείπεται στις δημοσκοπήσεις, εντούτοις κυβερνητικοί αξιωματούχοι ελπίζουν ότι θα ενισχύσουν τα ποσοστά τους όταν οι Έλληνες αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι η οικονομία ανακάμπτει από τη μακρόχρονη κρίση. Η κυβέρνηση τώρα σχεδιάζει να εστιάσει τις προσπάθειές της εκ νέου στην οικονομία και η χθεσινή επιτυχής έκδοση που πραγματοποιήθηκε χωρίς το προστατευτικό δίχτυ του προγράμματος διάσωσης στοχεύει να αποδείξει ότι η χώρα βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο των επενδυτών. Η ελληνική οικονομία επέστρεψε στην ανάπτυξη αλλά παραμένει η πιο αδύναμη οικονομικά χώρα στην ευρωζώνη», καταλήγει στο δημοσίευμά της η WSJ.
Γερμανικός Τϋπος: «Απρόσμενα μεγάλη η ζήτηση»
Για συναγωνισμό μεταξύ των επενδυτών για το νέο ελληνικό πενταετές ομόλογο κάνει λόγο η Handelsblatt και σημειώνει πως η ζήτηση ήταν «απρόσμενα μεγάλη» και πως «αυτό που πριν μερικές ημέρες έμοιαζε σαν μια απρόβλεπτη παρτίδα σκάκι σήμερα είναι απόλυτη επιτυχία». Η εφημερίδα σημειώνει: «Η έκδοση ήταν μια σημαντική δοκιμασία για την Ελλάδα. Η Αθήνα μετά από οκτώμισι χρόνια που εξαρτιόταν με το σταγονόμετρο από τις πιστώσεις βοήθειας, εγκατέλειψε τον περασμένο Αύγουστο τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Χάρη σε ένα δίχτυ ασφαλείας από το πακέτο βοήθειας αλλά και από ίδιους πόρους, συνολικού ύψους πάνω από 26 δισεκατομμύρια ευρώ, η χώρα χρηματοδοτήθηκε για πάνω από δυο χρόνια και δεν χρειάζεται προς το παρόν φρέσκο χρήμα. Η καλή απόδοση του ομολόγου την Τρίτη (29.01) είναι επίσης μια καλή είδηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τις τράπεζες, οι οποίες μπορούν να αποκτήσουν καλύτερη προοπτική και να εξασφαλίσουν φρέσκο χρήμα από την αγορά».
H Frankfurter Allgemeine Zeitung σημειώνει: «Προσφορές πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ κατατέθηκαν την Τρίτη για την πρώτη έκδοση ελληνικού ομολόγου από το 2014. Πρόκειται για ένα 5ετές ομόλογο 2,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 3,6%. Η έκδοση του ομολόγου δεν είναι αποτέλεσμα οικονομικών δυσχερειών της Αθήνας. Η κυβέρνηση χάρη στα αποθέματα ρευστότητας ύψους 26 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν εξαρτάται από τη ρευστοποίηση του ομολόγου, αναφέρει η εταιρεία επενδύσεων Union Investment της Φρανκφούρτης. Με την έκδοση του ομολόγου το κράτος θέλει να αποδείξει τις δυνατότητές του στην αγορά από την οποία επωφελείται και η ελληνική ιδιωτική οικονομία'. Ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σχολίασε το αποτέλεσμα λέγοντας πως ‘ξεπέρασε κάθε προσδοκία'».
«Ανάρπαστα τα ελληνικά ομόλογα», τιτλοφορείται άρθρο της Neue Zuericher Zeitung (NZZ). Όπως γράφει η γερμανόφωνη εφημερίδα της Ζυρίχης, «η πρώτη έκδοση ομολόγων μετά το τέλος των προγραμμάτων βοήθειας της ΕΕ ήταν επιτυχής για την Ελλάδα. Η υπερχρεωμένη χώρα έχει αποκτήσει και πάλι μια περιζήτητη θέση. Η Ελλάδα επέστρεψε στις κεφαλαιαγορές την Τρίτη, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία. Για ένα πενταετές ομόλογο με το οποίο η χώρα θα αντλήσει 2,5 δισ. ευρώ, δόθηκαν εντολές αγοράς για περισσότερα από 10 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το Reuters. Επιπλέον, το τελικό επιτόκιο ήταν 3,6%. Κατά την προετοιμασία της έκδοσης, οι παρατηρητές της αγοράς εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προσφέρει επιτόκιο περίπου 3,9% για να προσελκύσει αρκετούς επενδυτές».
Επίσης, η Neue Zuericher Zeitung (NZZ) σημειώνει τα εξής: «Ο πρώτος δανεισμός του υπερχρεωμένου κράτους από το τέλος του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM) τον Αύγουστο, θεωρήθηκε δοκιμασία όσον αφορά τις διαθέσεις των επενδυτών. Αυτή η δοκιμασία θεωρείται απόλυτα επιτυχής. Όπως γράφουν οι εμπειρογνώμονες της Union Investment, σε μια πρώτη αξιολόγηση, η χώρα έχει ανακτήσει την ικανότητα πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές. Η υψηλή ζήτηση για ελληνικά ομόλογα επηρέασε και τα δεκαετή χρεόγραφα, τα οποία για πρώτη φορά από τον Αύγουστο υποχώρησαν κάτω από το 4%».
Τέλος, υπογραμμίζει ότι «η ισχυρή ζήτηση ελληνικών ομολόγων δεν είναι σύμπτωση. Από τη μία πλευρά, έχει βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της χώρας και το υψηλό χρέος της, που ανέρχεται στο 182% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, θεωρείται βιώσιμο με δεδομένη τη μεγάλη διάρκεια λήξης (των δανείων) και ενός μέσου επιτοκίου 2%. Και από την άλλη πλευρά, οι εναλλακτικές λύσεις στην κεφαλαιαγορά εξακολουθούν να είναι σπάνιες όσον αφορά τα έσοδα από τόκους».