Ως «κλασικό συμβιβασμό, όπου κανείς δεν θα πάρει στο σύνολό του αυτό που θέλει», περιγράφει η FAZ τη συμφωνία των Πρεσπών, που κάποιοι ειδικοί χαρακτηρίζουν «διπλωματικό αριστούργημα, με βάση τη συγκρουσιακή κατάσταση, που υπήρχε στις σχέσεις των δύο χωρών».
H γερμανική εφημερίδα αναφέρει ότι κάποιοι ειδικοί διατείνονται ότι «υπάρχουν εγγυήσεις στις ίδιες τις λεπτομέρειες για ισορροπία. Παράδειγμα: Όταν αναφέρεται στη συμφωνία, ότι η γλώσσα του βαλκανικού κράτους είναι η «μακεδονική», επεξηγείται ευθέως στο παράρτημα ότι ως προς αυτό πρόκειται για μια νοτιοσλαβική γλώσσα. Εξ αυτού οι Έλληνες μπορούν να διακρίνουν ότι η γλώσσα του γείτονα, παρά τους φόβους, τους δεν σχετίζεται με την αρχαία ελληνική μακεδονική διάλεκτο. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι το καυτό επίμαχο θέμα της ιθαγένειας επιλύεται με ιδιοφυή τρόπο. Η συμφωνία διαπιστώνει ότι η ιθαγένεια των μελλοντικών κατοίκων της "Βόρειας Μακεδονίας" είναι "μακεδονική". Για να καταστήσει σαφές στη συνέχεια ότι με αυτόν τον τρόπο δεν εννοείται το έθνος των ανθρώπων, αλλά η ιθαγένειά τους. Με αυτόν τον τρόπο θα κατευναστούν οι κάτοικοι στην Ελλάδα, να θεωρούνται ως πραγματικοί Μακεδόνες με την ιστορική έννοια», γράφει η FAZ.
H γερμανική εφημερίδα δημοσιεύει δηλώσεις του Άγγελου Συρίγου, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο οποίος βλέπει ακριβώς σε αυτά τα δύο σημεία σοβαρή δυναμική για σύγκρουση. «Ακόμα και αν είναι μεγαλοφυές από διπλωματικής πλευράς, η συμφωνία τροφοδοτεί εθνικιστικές αξιώσεις», όπως δήλωσε ο ίδιος αυτή την εβδομάδα σε Έλληνες δημοσιογράφους, γράφει η FAZ και προσθέτει: «Σε περίπτωση που η συμφωνία παρόλα αυτά κυρωθεί από τη Βουλή, τουλάχιστον θα υπάρχει η θεωρητική βάση μιας λύσης».
«Αν επιμείνουν και οι δύο χώρες στη συμφωνία και την εφαρμόσουν, κάποτε θα επιλυθεί η διαμάχη» σύμφωνα με τον κ.Συρίγο. «Αν όμως όχι, τότε θα υφίσταται μια τυπικά περίπλοκη κατάσταση στα Βαλκάνια», όπου καταλήγει κανείς σε συμφωνίες, αλλά η πραγματικότητα φαίνεται εν συνεχεία διαφορετική. Αυτή μπορεί να είναι, για παράδειγμα, και η περίπτωση, αν η Ελλάδα συνεχίσει να μπλοκάρει ενδεχόμενη προσέγγιση της γείτονος προς την ΕΕ ή τα Σκόπια στην ίδια τους τη χώρα δεν σταματήσουν αλυτρωτικές απόπειρες, επομένως την αξίωση για τμήματα της βορείου Ελλάδος.
Εθνικιστές και των δύο χωρών συνεχίζουν να υποδαυλίζουν φόβους και να θέτουν ανεκπλήρωτες αξιώσεις.
Σύμφωνα με την FAZ, η συμφωνία «αποτελεί έναν κλασικό συμβιβασμό: Κανένας δεν θα πάρει στο σύνολό του αυτό που θέλει», είναι η ομόφωνη γνώμη των ειδικών, ανεξάρτητα από το ποια στάση οι ίδιο θα πάρουν. Ενδεχόμενη συμφωνία μπορεί να αποτελέσει κατά πάσα πιθανότητα «την αρχή του τέλους της διαμάχης».
Ο καθηγητής Ιωάννης Αρμακόλας δίνει ένα παράδειγμα από την εργασιακή του καθημερινότητα, προκειμένου να σκιαγραφήσει την προβληματική του διαπραγματευθέντος ονόματος της «Βόρειας Μακεδονίας»". Ο ίδιος είναι καθηγητής σλαβικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. «Όταν λέω στους ξένους συναδέλφους ότι διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, θα πρέπει να τους εξηγήσω στη συνέχεια ότι δεν ζω στα Σκόπια, αλλά στη Θεσσαλονίκη», όπως πρόσθεσε. Στον πυρήνα πρόκειται για τη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, η οποία περιλαμβάνει τόσο την ελληνική περιφέρεια της Μακεδονίας όπως επίσης και τα εδάφη του γειτονικού κράτους. Έναντι αυτού βρίσκεται η ιστορική αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η επικράτεια του οποίου εκτείνεται ουσιαστικά πέραν της βορείου Ελλάδος. Οι Έλληνες δεν προτίθενται να παραιτηθούν από την πολιτιστική κληρονομιά αυτής της αρχαίας Μακεδονίας. Αλλά και οι εθνικιστές στα Σκόπια εγείρουν εδώ και δεκαετίες αξιώσεις στο θέμα αυτό. Εθνικιστές και των δύο χωρών συνεχίζουν να υποδαυλίζουν φόβους και να θέτουν ανεκπλήρωτες αξιώσεις.
«Και οι δύο ειδικοί συμφωνούν ότι η συμφωνία προκύπτει σε ένα εξαιρετικά ευνοϊκό χρονικό σημείο, επειδή ούτε ο Τσίπρας ούτε ο Ζάεφ θεωρούνται εθνικιστές και θα μπορούσαν να τερματίσουν την παρατεταμένη για μια 25ετία διαμάχη», τονίζει η FAZ. «Αν αποτύχει η τωρινή συμφωνία θα μπορούσε να διαρκέσει δεκαετίες έως ότου και πάλι να βρεθούν δύο πολιτικοί που να θέλουν να επιλύσουν το πρόβλημα», όπως πρόσθεσε ο καθηγητής Ι.Αρμακόλας. Μια συμφωνία εξυπηρετεί επιπλέον πολλά συμφέροντα. Από καθαρά οικονομικής πλευράς καθεμία από τις δύο γειτονικές χώρες έχει να ωφεληθεί, αν το δει κανείς από πολιτική πλευρά και το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Και, τέλος, αποτελεί μια ακόμα θετική ένδειξη για τα αμέτρητα, εν μέρει καθόλα πιο εκρηκτικά προβλήματα, που κυριαρχούν στα Βαλκάνια, σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.