Στα «μαλακά» παρά τις ανοικτές εκκρεμότητες
Χωρίς απαντήσεις για τις δικαστικές αποφάσεις φεύγουν οι Θεσμοί
Με μια λιτή ανακοίνωση, χωρίς αιχμές και χωρίς εκτεταμένες αναφορές στις καταγεγραμμένες καθυστερήσεις στις μεταμνημονιακές εκκρεμότητες, αναχωρούν σήμερα οι επικεφαλής των κλιμακίων της Κομισιόν, της ΕΚΤ, του ESM και του ΔΝΤ, ανανεώνοντας το ραντεβού τους με την ελληνική πλευρά στις εξ αποστάσεως συνομιλίες, που θα γίνουν γύρω στις 15 Φεβρουαρίου.
Στην ανακοίνωση αναμένεται να γίνει σύνδεση αυτής της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης και της Έκθεσης που θα την επισφραγίσει στις 27 Φεβρουαρίου, με τα όσα συμφωνήθηκαν για την ελάφρυνση του Χρέους στο Eurogroup του περασμένου Ιουνίου και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, που να εκλαμβάνεται ως προαναγγελία της πρώτης εκταμίευσης ANFAs- SMPs (συνολικά περί τα 750 εκατ. ευρώ μαζί με την κατάργηση της ποινής επιτοκίου στο χρέος του 2ου Μνημονίου) στις 11 Μαρτίου, διευκολύνοντας την επικείμενη έκδοση του 5ετούς ομολόγου.
Στο οικονομικό επιτελείο δεν τρέφουν, πάντως, ψευδαισθήσεις ότι θα λυθούν όλα ως δια μαγείας, ακόμα κι αν οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να βγάλουν κόκκινες κάρτες, με την προσοχή να στρέφεται περισσότερο προς τις αγορές και το πώς θα αντιδράσουν αν «μυριστούν» αβαρίες, αποκλίσεις από τις δεσμεύσεις. Υπό αυτήν την έννοια, η Έκθεση του ΔΝΤ αποκτά βαρύνουσα σημασία, παρ’ ότι δεν συνδέεται ούτε με πρόγραμμα, ούτε με δόση, καθώς είναι προφανές ότι το Ταμείο δεν κωλύεται να χρησιμοποιήσει πιο αιχμηρή γλώσσα για τα προβλήματα που έχει εντοπίσει.
Κι αν στο πεδίο των τραπεζών (νέο πλαίσιο προστασίας πρώτης κατοικίας- διαχείριση «κόκκινων» δανείων) θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς καλόπιστα ότι με εντατικούς ρυθμούς μπορεί να βρεθεί η επιδιωκόμενη τεχνική λύση, που θα καθησυχάζει τις έντονες ανησυχίες των ίδιων των τραπεζών, των επενδυτών αλλά και των πολιτών, φαίνεται ότι κλείνοντας αυτός ο κύκλος των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών, μένει ένα πελώριο ερωτηματικό να αιωρείται: αυτό δίπλα στις αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις.
Οι πληροφορίες λένε ότι παρά τις συζητήσεις που έγιναν και τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η ελληνική πλευρά, οι ξένοι τεχνοκράτες δεν φεύγουν πιο ήσυχοι. Μάλλον το αντίθετο. Εντύπωση προκαλεί, δε, το γεγονός ότι ήρθαν πολύ διαβασμένοι για την ουσία αυτών των δικαστικών εκκρεμοτήτων, δίνοντας έμφαση στις πρωτόδικες αποφάσεις που δικαιώνουν συνταξιούχους και επιδικάζουν αναδρομικά ακόμα και για την περίοδο προ του 2015, κόντρα στην νομολογία που δημιούργησε η απόφαση του ΣτΕ τον Ιούνιο του 2015.
Η ελληνική πλευρά υποστήριξε σθεναρά ότι αυτές οι πρωτόδικες αποφάσεις δεν θα αντέξουν στο ΣτΕ, καθώς είναι απίθανο το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο να αποφανθεί κόντρα στη δική του νομολογία. Ωστόσο, μόνο και μόνο ότι αυτή η ιστορία θα «σέρνεται» για τουλάχιστον μια διετία, ουδόλως καθησυχάζει τους Θεσμούς, ειδικά λόγω του εκλογικού κύκλου που εκτείνεται ως το Μάρτιο του 2020 και τις Προεδρικές εκλογές.
Το πρώτο crash test για την κυβέρνηση αλλά και για τους Ευρωπαίους αναμένεται πιθανότατα μέσα στο Φεβρουάριο, όταν το ΣτΕ θα αποφασίσει επί των προσφυγών κατά της συνταγματικότητας του νόμου Κατρούγκαλου. Εάν ο νόμος «πέσει», τότε καταρρίπτεται το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι επίμαχες διατάξεις εφάρμοσαν την απόφαση του 2015 και ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για διεκδικήσεις αναδρομικών, που καλύπτουν την περίοδο 2015- 2018 στην καλύτερη περίπτωση.