Η Γερμανία έχει ανάγκη περίπου 200.000 μετανάστες επιπλέον ετησίως για να αντισταθμίσει τη δημογραφική πτώση της και να στηρίξει την ανάπτυξή της, εκτιμά η Μπούντεσμπανκ στη μηνιαία έκθεσή της που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Αυτή η εισροή ξένου εργατικού δυναμικού θα πρέπει να συνδυαστεί με μεταρρυθμίσεις με στόχο να παραταθεί η διάρκεια της ενεργού ζωής και να διευκολυνθεί η επαγγελματική ζωή προσώπων που έχουν υπό την ευθύνη τους παιδιά, προσθέτει η Μπούντεσμπανκ.
Η Γερμανία έχει ήδη προβλέψει να αυξήσει στα 67 χρόνια την ηλικία σύνταξης και προσπαθεί να προσελκύσει όλο και περισσότερους μετανάστες, κυρίως εξειδικευμένους εργαζόμενους όπως μηχανικούς, πληροφορικούς ή νοσηλευτές.
Η χώρα υποδέχθηκε πέρυσι 177.300 μετανάστες, κυρίως προερχόμενους από την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, καταγράφοντας αύξηση κατά 2,6% σε σχέση με το 2010, τη σημαντικότερη εδώ και 15 χρόνια. Η χώρα είχε πάνω από 10,6 εκατομμύρια μετανάστες, σε συνολικό πληθυσμό 81,7 εκατομμυρίων το 2010, σύμφωνα με το ομοσπονδιακό ινστιτούτο στατιστικών Destatis.
Με ποσοστά γεννητικότητας από τα χαμηλότερα στον κόσμο και μέση ηλικία από τις πιο υψηλές, η δημογραφία μοιάζει με βραδυφλεγή βόμβα για τη Γερμανία, επιβαρύνοντας το αναπτυξιακό δυναμικό της και τα δημόσια οικονομικά της.
Σύμφωνα με τις δημογραφικές προβλέψεις, η αναλογία των προσώπων ηλικίας 65 ετών και άνω θα αυξηθεί από 20% σήμερα σε 34% το 2060.
Για να μην αντισταθιστεί μόνον η δημογραφική πτώση, αλλά και να υποστηριχθεί η ανάπτυξη της οικονομικής παραγωγής, είναι επίσης απαραίτητο να αυξηθεί η παραγωγικότητα, οι επενδύσεις να παραμείνουν υψηλές και να υπάρξει υψηλό επίπεδο καινοτομιών και τεχνικής προόδου, προσθέτει η Μπούντεσμπανκ.