Ο Ιταλός κινηματογραφιστής που έμαθε ελληνικά πίνοντας τσίπουρα, αγάπησε το ρεμπέτικο και κάνει ταινίες για τον Βαμβακάρη - iefimerida.gr

Ο Ιταλός κινηματογραφιστής που έμαθε ελληνικά πίνοντας τσίπουρα, αγάπησε το ρεμπέτικο και κάνει ταινίες για τον Βαμβακάρη

O Thomas Künstler
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΚΟΡΔΑΣ

«Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε μόλις θα μ’ αντικρίσουνε θυσία θα γενούνε/ Όσοι δε με γνωρίζουνε τώρα θα με γνωρίσουν εγώ κάνω την τσάρκα μου κι ας με καλαμπουρίζουν/ Και ‘γώ φτωχός γεννήθηκα στον κόσμο έχω γνωρίσει μέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς εγώ έχω μαρτυρήσει», έγραφε και τραγουδούσε τη δεκαετία του ‘30 ο Μάρκος Βαμβακάρης. Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου, ωστόσο, σίγουρα δεν είχε φανταστεί ότι οι στίχοι του θα έβρισκαν άψογη εφαρμογή 90 χρόνια μετά σε έναν διαφορετικό ρεμπέτη (ναι, υπάρχουν ακόμα).

Ο λόγος για τον 27χρονο Ιταλό κινηματογραφιστή Thomas Künstler -η αλλιώς Θωμά όπως τον αποκαλούν πλέον- ο οποίος έχει ήδη καταφέρει να κερδίσει τα βλέμματα και τον σεβασμό των εναπομείναντων φανατικών της μουσικής κουλτούρας που γεννήθηκε στα καφέ αμάν, τους τεκέδες, τις φυλακές και τις σπηλιές αρχικά της Ιωνίας και μετέπειτα της Ελλάδας της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Μεσοπολέμου.

ΜΙνιατούρα του Μάρκου Βαμβακάρη

Γεννημένος στη Ρώμη αλλά με ένα μάλλον δαιδαλώδες οικογενειακό δέντρο τα κλαδιά του οποίου φτάνουν από την Ιταλία και την Αυστρία μέχρι την Πολωνία και τη Σλοβενία, ο Θωμάς δεν θα ερχόταν ποτέ πιθανότατα σε επαφή με τη ρεμπέτικη μουσική αν δεν σπούδαζε κινηματογραφική παραγωγή στο Farnham University for the Creative Arts της Μεγάλης Βρετανίας όπου γνωρίστηκε και «κόλλησε» με αρκετούς Έλληνες. Όπως λέει, εξάλλου, στο iefimerida, η πρώτη φορά που άκουσε ρεμπέτικο κομμάτι το 2011 ήταν… ακούσια. Ψάχνοντας την ιστορία της γνωστής διασκευής της Μισιρλούς για την ταινία Pulp Fiction του Quentin Tarantino από τον Dick Dale οι «διάδρομοι» του διαδικτύου τον οδήγησαν στο πρωτότυπο του Δημήτρη Πατρινού.

Η πρώτη αυτή γνωριμία, ωστόσο, δεν έμελλε να είναι η καταλυτική. Η πρωτότυπη εκτέλεση της Μισιρλούς ναι μεν τον εντυπωσιάζει, μένει όμως ξεχασμένη σε κάποιον φάκελο του υπολογιστή του. Δύο χρόνια αργότερα, κάνοντας ήδη παρέα με Έλληνες και ενώ έχει αρχίσει να μαθαίνει τις πρώτες ελληνικές λέξεις γύρω από τραπέζια με τσίπουρο -ξεκινώντας φυσικά από το «μαλάκα»-, μυείται στο ρεμπέτικο και παρασύρεται από την περιθωριακή γοητεία του. «Το μινόρε της αυγής» είναι ένα από τα πρώτα ρεμπέτικα που θυμάται και το περιγράφει ως «έρωτα με την πρώτη ακρόαση».

Ο Στέλιος Κερομύτης

Το 2015 πια η σχέση του με τη μουσική που κυνηγήθηκε και λογοκρίθηκε με λύσσα στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας έχει καλλιεργηθεί. Ο Θωμάς έχει μάθει τα πάντα για τον μέγα Βαμβακάρη καθώς η σχεδόν μυθική υπόσταση που έχει αποκτήσει και η γεμάτη περιπέτειες ζωή του τον συνεπαίρνουν. Έχοντας στο μεταξύ μετακομίσει στην Αθήνα, τριγυρνάει σε στέκια στα οποία νέοι -κατά το πλείστον- μουσικοί «πατούν» στις νότες του Μάρκου, του Δελιά, του Παγιουμιτζή, του Μπάτη, του Κερομύτη, του Τσιτσάνη, του Μπαγιαντέρα, του Παπαϊωάννου και των άλλων μουσικών προγόνων τους.

Εν είδει προσκυνήματος, ταξιδεύει στη Σύρα, τη γενέτειρα του Μάρκου, βαδίζει στα χνάρια του και ύστερα δημιουργεί δύο stop motion ταινίες μικρού μήκους με άξονα τη μουσική των παρανόμων και κεντρική φιγούρα τον Βαμβακάρη φτιαγμένο από πηλό! Η πρώτη με τίτλο «Ρεμπέτικο» (Rebetiko) γίνεται γρήγορα viral φτάνοντας τις 100.000 προβολές και λίγο αργότερα ακολουθεί η δεύτερη με τίτλο «Δεν λες κουβέντα» (Den les kouventa), με την οποία μάλιστα συμμετείχε στο φεστιβάλ κινουμένων σχεδίων Animasyros.

Επόμενος στόχος του 27χρονου κινηματογραφιστή η ολοκλήρωση της πρώτης μεγάλου μήκους stop motion ταινίας του με τον τίτλο «Μάρκος» και πρωταγωνιστή φυσικά τον Συριανό μουσικό που έβγαλε το ρεμπέτικο από τα υπόγεια.

Ο νεαρός Ιταλός κινηματογραφιστής

Μέχρι τον έρωτα με το ρεμπέτικο, ποιες ήταν οι μουσικές προτιμήσεις σου; Ποια είδη σε συγκινούσαν;
Πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια ακούγοντας κυρίως new wave, post punk και punk. Παράλληλα, ωστόσο, μου άρεσε η country και η folk: Neil Young, Nick Drake, Leonard Cohen ή Lee Hazlewood. Αυτές ήταν οι προτιμήσεις μου μέχρι που ανακάλυψα τους Calexico, έναν κρίκο στην αλυσίδα μεταξύ της country και της μεξικανικής μουσικής.. Η μετάβαση από τη μεξικανική στη βαλκανική μουσική ήταν μια σχετικά «σύντομη» διαδρομή. Σε αυτό το σημείο είχα αρχίσει να εξερευνώ τη μουσική όχι τόσο με βάση τον χρόνο, όπως έκανα νεότερος (μουσική από τη δεκαετία του ’70, του ’80 κλπ) αλλά με βάση τον τόπο, Τουρκία, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική, Γεωργία, Ουκρανία… Και τότε, εν μέσω αυτής της «εθνομουσικής» έρευνας είχα την τύχη να γνωρίσω Έλληνες και να ανακαλύψω αυτόν τον πλούσιο κόσμο που ονομάζεται ελληνική μουσική. Η μουσική αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της ζωής μου και το να μιλάμε για είδη αποτελεί έναν περιορισμό. Η μουσική είναι μουσική. Παρά τις προφανείς διαφορές ανάμεσα σε ένα τραγούδι των Sonic Youth και μια σύνθεση του Dvořák, τα συναισθήματα που προκαλούν είναι οικουμενικά.

Ποιο ήταν το στοιχείο που σε ώθησε να ψάξεις βαθύτερα μέσα στο ρεμπέτικο εκτός της μουσικής αυτής καθ’ αυτής; Ήταν ο ρεμπέτικος τρόπος ζωής, η φιλοσοφία γύρω από αυτή τη μουσική;
Ένα από τα πράγματα που με ώθησε να «σκάψω» βαθύτερα ήταν η αισθητική αυτού του κόσμου που πιστεύω ότι έχει μια ισχυρή, ανεξερεύνητη, κινηματογραφική δυναμική. Ξέρετε, μου έχει ζητηθεί αρκετά συχνά να μιλήσω για αυτόν τον «ρεμπέτικο τρόπο ζωής». Δεν γνωρίζω πραγματικά ποιος είναι αυτός ο τρόπος ζωής το 2019. Εξ αρχής η συσχέτιση μεταξύ ρεμπέτικου και τρόπου ζωής (lifestyle) φαίνεται λάθος. Όταν σκέφτομαι κάποιο lifestyle, αυτομάτως μου έρχεται στο μυαλό η πιο πρόσφατη τάση της μόδας ή του instagram, όπως «υγιεινό lifestyle», «vegan lifestyle» κοκ. Το κεφάλι μου γεμίζει με hashtags. Το ρεμπέτικο πρέπει να το σεβόμαστε και δεν πρέπει ποτέ να γίνει μόδα. Λέγοντας αυτό δεν εννοώ ότι πρέπει να είναι κάτι απρόσιτο και αντιδραστικό.

Μινιατούρα του Στράτου Διονυσίου

Δεν ξέρω αν είναι δίκαιο να μιλάμε για τη φιλοσοφία του ρεμπέτικου το 2019 ή να υιοθετήσουμε αυτήν την αστική φιλοσοφία ηλικίας 100 ετών και να την εφαρμόσουμε στο σήμερα. Μπορείτε να αποσυμπιέσετε λίγα στοιχεία όπως την ενότητα, την αδελφοσύνη ή την αγάπη, αλλά αυτές οι αξίες πάντα υπήρχαν και δεν δημιουργήθηκαν με το ρεμπέτικο, είναι πανανθρώπινες. Τέλος πάντων, αυτή η συζήτηση μπορεί να γίνει πολύ φιλοσοφική και δεν είμαι ιστορικός, ούτε κοινωνιολόγος, έτσι δεν ξέρω πόσο η γνώμη μου έχει σημασία ή νόημα.

Χωρίς κατανόηση των στίχων -στην αρχή- θα πρέπει να κατέβαλες μεγάλη προσπάθεια να αντιληφθείς για τι μιλούν αυτά τα τραγούδια. Ήταν αυτό ένα ακόμα «μαγικό» ταξίδι στον χρόνο και στη μουσική;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα αναρωτηθεί για τι μιλούσαν τα τραγούδια, απλά μου άρεσε η μουσική. Ακόμα και σήμερα ακούω κάποια τραγούδια από την Τουρκία, τα οποία γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια και πρέπει να τα έχω ακούσει περισσότερες από 1.000 φορές, και δεν έχω ιδέα για τι μιλάνε. Βέβαια, παλιότερα όταν είχα ακούσει ένα ρεμπέτικο περισσότερες από 20 φορές ρωτούσα τον φίλο μου: «Έι, Ντίμη, τι λέει το τραγούδι», και αυτός απαντούσε «ρε, είναι για έναν τύπο, που γουστάρει μια γκόμενα και αυτή όχι…»

Χορεύοντας ρεμπέτικο

Αυτό που μου αρέσει στο ρεμπέτικο είναι η αμεσότητα του. Είναι ποίηση από τους δρόμους, δεν είναι κάτι πολύ περίπλοκο και προσβάσιμο μόνο σε μερικούς διανοούμενους. Το περιεχόμενό του είναι ευθύ και εύκολο να κατανοηθεί. Αυτή τη διαδικασία, λοιπόν, δεν την έβλεπα σαν προσπάθεια, κανένας δεν μου επέβαλε να μεταφράσω κάποιο τραγούδι, ξεκίνησαν να το κάνω επειδή το ήθελα.

Ήταν και ένα πρόσχημα για να αρχίζεις να μαθαίνεις τη γλώσσα; Θυμάσαι τα πρώτα «μαθήματα» ελληνικών που πήρες;
Ναι, σίγουρα η μουσική με βοήθησε πάρα πολύ. Εξάλλου, όλοι μας δεν μάθαμε αγγλικά ακούγοντας αγγλόφωνη μουσική; Πρέπει να πω ότι η διαδικασία εκμάθησης της ελληνικής ήταν απροσδόκητα αυθόρμητη. Ποτέ μου δεν άνοιξα βιβλίο. Έμαθα να διαβάζω από τις προειδοποιήσεις κατά του καπνίσματος στα πακέτα του Καρέλια. Δεν λέω ότι μιλάω τέλεια, καθημερινά μαθαίνω κάτι καινούργιο αλλά υποθέτω ότι είναι αρκετά καλό να μπορώ πλέον να συμμετέχω σε μια συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα.

Το πρώτο μου ελληνικό μάθημα λοιπόν… Θυμάμαι από τη μια πλευρά ότι ο Δημήτρης μου εξηγούσε την πραγματική σημασία του «μαλάκα» και από την άλλη ο Τόνι προσπαθούσε να μου εξηγήσει μερικές από τις προσωπικές του φιλοσοφικές ερμηνείες της ελληνικής φωνολογίας. Πρέπει να πω ότι και τα δύο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου.

Τοποθετώντας την πύλινη κούκλα για την πρώτη μεγάλου μήκους stop motion ταινία

Αντίστοιχα, τα τραγούδια σε βοήθησαν να καταλάβεις καλύτερα την ελληνική κοινωνία και τον ελληνικό τρόπο σκέψης του τότε και του σήμερα;
Ναι, βέβαια, εκτός από εξαιρετική μουσική, το ρεμπέτικο «κατέγραψε» και απεικόνισε τη ζωή στους τόπους του κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 50 χρόνων. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πέρυσι συμπεριλήφθηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO. Η συζήτηση για την ελληνική κοινωνιολογία θα ήταν μακρά και δεν έχω τα απαιτούμενα εργαλεία για να επεκταθώ, παρά μόνο μερικές προσωπικές εντυπώσεις. Εξάλλου, υπάρχει εκτενής σχετική βιβλιογραφία.

Ο Βαμβακάρης είναι μια φυσιογνωμία που σε έχει στιγματίσει. Ποια είναι όμως τα στοιχεία της προσωπικότητας του που σε έχουν γοητεύσει;
Άρχισα να μαθαίνω περισσότερα για τον Βαμβακάρη με την έρευνα για τη ζωή του για το κινηματογραφικό έργο «Μάρκος». Έμαθα να θαυμάζω τον χαρακτήρα του καθώς διάβαζα τους στίχους και τη βιογραφία του. Ήταν ένας άνθρωπος που πέρασε τόσο πολύ πόνο στη ζωή του αλλά ήταν σε θέση να γράψει τους πιο όμορφους στίχους, ενώ γνώριζε ελάχιστη γραφή και ανάγνωση. Εκφραζόταν με έναν τρόπο που κανείς δεν θα περίμενε από έναν σχεδόν δίμετρο μάγκα Πειραιώτη. Με τόση γλυκύτητα, θλίψη και αγάπη... Αυτή η μαγική και απέριττη απλότητα είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί σε αυτήν τη ζωή.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης παίζοντας μπουζούκι

Εκτός από τον Μάρκο, ποιους άλλους καλλιτέχνες του ρεμπέτικου έχεις ξεχωρίσει;
Είναι δύσκολο να το πω αυτό γιατί δεν γνωρίζω λεπτομερώς την ιστορία της ζωής τους. Γνωρίζω λίγα πράγματα διάσπαρτα, αλλά σίγουρα εκείνος που θα ήθελα να μάθω περισσότερα και να γράψω μια ιστορία ή μια ταινία για αυτόν είναι ο Κώστας Μπέζος. Ο τύπος συνδύασε τον χαβανέζικο με τον ρεμπέτικο ήχο. Το χαβανέζικο ρεμπέτικο, λοιπόν, ένα από τα πιο τρελά διωνυμικά που μπορείς να σκεφτείς! Εν πάση περιπτώσει, ας επικεντρωθούμε πρώτα στον Μάρκο, χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά.

Πες μας λίγα λόγια για τα πρότζεκτ σου: Πώς ξεκίνησαν όλα; Ποια η αρχική σου έμπνευση; Τι έχεις δημιουργήσει μέχρι στιγμής και ποια είναι τα μελλοντικά πλάνα σου;
Ξεκίνησα να κάνω βίντεο με κινούμενα σχέδια στα 14 μου. Ήμουν καλός στη δημιουργία μαριονέτας με πλαστελίνη και τότε είχα το πρώτο κινητό που μπορούσε να τραβήξει φωτογραφίες. Έτσι έκανα μια πρώτη προσπάθεια με την κάμερα του κινητού και έδειξα το αποτέλεσμα στον πατέρα μου. Εντυπωσιασμένος από την πρόχειρη δημιουργία αποφάσισε να μου χαρίσει την κάμερα του και από εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησα ποτέ.

Όλα τα κινούμενα σχέδια και οι εικονογραφήσεις μου δημιουργούνται από ένα αίσθημα λαχτάρας. Ωστόσο, σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δημιουργώ κάτι, μπορώ να αισθανθώ την απόσταση μεταξύ εμού και του επιθυμητού, να μικραίνει. Φυσικά αυτό είναι κάτι που με κάνει να νιώθω καλά για λίγο.

Συνήθως καταφέρνω να δημιουργήσω κάτι μόνο όταν έχω «βαριά» συναισθήματα και τον τελευταίο καιρό είμαι σχετικά καλά, επομένως δεν ήμουν σε θέση να δημιουργήσω… αλλά ταυτόχρονα είμαι συναισθηματικά καλά και αυτό είναι που μετράει στο τέλος… Υποθέτω.

Ασχολούμενος πλέον για περισσότερα από 13 χρόνια με την τεχνική του stop motion, έχω πιθανώς δημιουργήσει περισσότερα από 100 μικρά βίντεο. Δεν υπάρχει ούτε ένα βίντεο στο οποίο η μουσική να μην ήταν το έναυσμα. Στην πραγματικότητα, αν το συναίσθημα είναι αυτό που με κάνει να ξεκινήσω να φτιάξω κάτι, η μουσική είναι αυτή που φέρνει τα οράματα και τη διάθεση για την ιδέα.

Για παράδειγμα, όταν ήμουν έφηβος, μου άρεσαν πολύ μπάντες όπως οι Bauhaus, οι Joy Division και οι Cure. Δημιουργούσα λοιπόν με βάση τα οράματα που προκαλούνται από αυτούς τους ήχους. Αργότερα, η μουσική που απέδιδε τα συναισθήματά μου ήταν η κλασσική, Mahler, Rachmaninov ή Chopin και κατά συνέπεια τα βίντεο μου ήταν τοποθετημένα στην περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή του 19ου αιώνα. Σήμερα είναι το ρεμπέτικο.

Σε ότι αφορά στη δουλειά μου ως animator, έχω κάνει τις μικρού μήκους για τις οποίες μιλάμε, το «Ρεμπέτικο» και το «Δεν λες κουβέντα». Φυσικά, προτού φτάσω σε αυτά έκανα πολλά άλλα, αλλά υποθέτω ότι αυτά τα δύο τελευταία βίντεο είναι τα πιο ολοκληρωμένα και τα οποία αξίζουν αναφοράς.

Αυτόν τον καιρό δουλεύω την πρώτη μεγάλου μήκους stop motion ταινία, τον «Μάρκο», για τη ζωή του Βαμβακάρη. Το κινηματογραφικό έργο παράγεται από τα Studio Bauhaus (την ίδια εταιρεία παραγωγής που παράγεται εδώ στην Αθήνα το «Loving Vincent») και συμπαραγωγό το Animasyros. Βρισκόμαστε στην προπαρασκευαστική φάση και εργαζόμαστε σκληρά για να καταστήσουμε αυτό το όραμα αληθινό.

Μπορείς να μας εξηγήσεις επιγραμματικά την τεχνική του stop motion;
Το stop motion είναι μια τεχνική κινούμενης εικόνας: Έχουμε τους χαρακτήρες -στην περίπτωσή μου μια κούκλα ύψους 20 εκατοστών από πηλό- τους μετακινούμε λίγο και τραβάμε μια φωτογραφία, τους μετακινούμε λίγο περισσότερο και τραβάμε μια ακόμα φωτογραφία. Όταν τελειώσουμε, παίρνουμε όλες τις φωτογραφίες που έχουμε τραβήξει και τις βάζουμε μαζί. Για ένα δευτερόλεπτο χρειαζόμαστε είτε 12 είτε 25 καρέ.

Ακούγεται σαν μια χρονοβόρα και ακριβή διαδικασία. Έχεις βρει τη στήριξη την οποία ήλπιζες για να ολοκληρώσεις το πρότζεκτ σου;
Μαζί με τα Studio Bauhaus κάναμε και κάνουμε τις αιτήσεις που πρέπει να κάνουμε. Σε αυτό το στάδιο χρειάζεται πολλή υπομονή… Δεν είναι καν ένας χρόνος που αρχίσαμε να εργαζόμαστε στο έργο και η δημιουργία μιας ταινίας σαν αυτή που έχουμε κατά νου, αν όλα πάνε καλά, θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε και το crowd funding αλλά τέλος πάντων… Το θέμα είναι ότι χρειαζόμαστε χρήματα. Δώστε μας τα χρήματά σας!

Πάντως, επειδή ο «Μάρκος» δεν θα είναι έτοιμος σύντομα, θα δείτε σίγουρα και άλλες μικρού μήκους ταινίες.

Πως βλέπεις τον Θωμά σε πέντε χρόνια; Είναι η Ελλάδα μια χώρα που θα επέλεγες να ζήσεις;
Δεν έχω ιδέα. Ας ελπίσουμε ότι θα έχω ολοκληρώσει το post-production του «Μάρκου»… Σας είπα ότι θα πάρει πολύ χρόνο. Ας ελπίσουμε ότι θα είμαι ευτυχισμένος!

Η Ελλάδα είναι το δεύτερο σπίτι μου. Πιθανώς, πλέον, γνωρίζω καλύτερα την Αθήνα από τη Ρώμη. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο, στην οποία να νιώθω τόσο οικεία όταν περπατάω στους δρόμους της. Τώρα πια καταλαβαίνω τα αστεία και τις πολιτιστικές αναφορές. Θα ήθελα η Αθήνα να είναι η βάση μου, αλλά ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος και όμορφος, θα ήταν κρίμα να μην τον γυρίσουμε αν έχουμε την ευκαιρία.

Επομένως, έχεις περπατήσει αρκετά στα στενά της Αθήνας και του Πειραιά. Σε αυτή την αναζήτηση στοιχείων για το ρεμπέτικο και τους ρεμπέτες, υπήρξαν μέρη που σε έκαναν να αισθανθείς ότι αν κλείσεις τα μάτια σου θα ταξίδευες στον χρόνο;
Στην πραγματικότητα όχι. Δεν υπάρχει αστικό τοπίο που να με έχει ταξιδέψει στο χρόνο. Ίσως να το ένοιωσα σε κάποιες μικρές, γεμάτες καπνό, ταβέρνες με καλή μουσική, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουν πως πραγματικά ήταν ήταν τότε. Το φαντάζομαι, αλλά δεν αισθάνομαι νοσταλγία για κάτι που δεν είμαι εξοικειωμένος.

Ποια είναι τα συναισθήματα σου όταν επισκέπτεσαι τη Σύρο, τον τόπο καταγωγής του Βαμβακάρη; Είναι ένα νησί που για ιστορικούς λόγους έχει δεσμούς με την Ιταλία. Βλέπεις ομοιότητες;
Εκτός από το γεγονός ότι η Σύρος έχει μια καθολική κοινότητα και λίγα αρχιτεκτονικά στοιχεία που θυμίζουν την Ιταλία, πραγματικά πιστεύω ότι δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ των δύο τόπων. Περπατώντας στην Ερμούπολη ή στα γύρω χωριά δεν είχα ποτέ αυτή την αίσθηση. Η Σύρος είναι πολύ Ελληνική. Φυσικά είμαι χαρούμενος κάθε φορά που την επισκέπτομαι. Είναι το νησί που έχω βρεθεί τις περισσότερες φορές σε σύγκριση με τα υπόλοιπα, επίσης χάριν στο φεστιβάλ Animasyros. Είναι ένα όμορφο μέρος και σίγουρα η σκέψη ότι είναι ο τόπος όπου μεγάλωσε ο Μάρκος το καθιστά λίγο πιο ξεχωριστό.

Υπάρχουν άλλοι Έλληνες μουσικοί -είτε του ρεμπέτικου είτε όχι- που έχεις ξεχωρίσει και απολαμβάνεις να ακούς;
Είναι βέβαιο ότι μου αρέσει περισσότερο η μουσική του παρελθόντος, όχι μόνο τα ρεμπέτικα. Έχω μεγάλη αγάπη για τον Χατζιδάκι. Είναι ένας από τους αγαπημένους μου μουσικούς. Όσον αφορά στη σύγχρονη ελληνική μουσική, είναι δύσκολο να πω γιατί δεν υπάρχουν τόσοι εναλλακτικοί καλλιτέχνες, είναι πάντα οι ίδιοι εδώ και πολλά χρόνια. Μερικοί μου αρέσουν περισσότερο από άλλους, όπως ο Θανάσης, οι Χαΐνηδες ή οι Xylouris White. Στο τέλος, όμως, πάντα καταλήγω να ακούω τα ίδια, λίγα, τραγούδια.

Αγάπη, αδελφικότητα, τιμή, είναι έννοιες κεντρικές σε πολλά ρεμπέτικα τραγούδια. Φαντάζομαι ότι είναι αξίες που σε συγκινούν ούτως ή άλλως, όμως η εξοικείωση σου με το ρεμπέτικο έχει αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζεις την καθημερινή ζωή;
Σίγουρα είναι αξίες που με συγκινούν, είναι πανανθρώπινες. Όμως, όχι, το ρεμπέτικο δεν άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβανόμουν τον κόσμο, είχα τις αξίες μου πριν το ανακαλύψω. Μπορούμε, πάντως, να πούμε ότι μερικές φορές το ρεμπέτικο είναι ένας τρόπος με τον οποίο ερμηνεύω και αποκωδικοποιώ την καθημερινή ζωή. Όπως ένα φίλτρο, που σε κάνει να φαντάζεσαι ότι ζεις σε έναν μαγικό κόσμο. Αλλά στο τέλος είναι μια απογοήτευση. Υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο η διάσταση στην οποία ζούμε, ονομάζεται πραγματικότητα.

Για το τέλος, ποιο είναι το top 10 των αγαπημένων σου ρεμπέτικων τραγουδιών;
Αν γνωρίζετε τα τραγούδια δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω εξηγήσεις:

Χωρίσαμε ένα δειλινό – Βασίλης Τσιτσάνης
Εσούρωσα κι απόψε – Απόστολος Χτζηχρήστος
Στην Κοκκινιά εγύριζα – Στέλιος Κερομύτης
Τα μπλε παράθυρα – Μάρκος Βαμβακάρης
Το μινόρε της αυγής – Μάρκος Βαμβακάρης
Απόψε μ’ εγκατέλειψες – Νίκος Βούλγαρης, Ρένα Στάμου
Η Πειραιώτισσα – Σωτηρία Μπέλλου
Αχάριστη – Βασίλης Τσιτσάνης
Σαν απόκληρος γυρίζω – Σωτηρία Μπέλλου
Χτυπώ νεκροί κι ανοίχτε μου – Στράτος Παγιουμιτζής

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ