Δύο μεγάλα έθιμα, που χάνουν τις ρίζες τους στα βάθη του χρόνου, αναβιώνουν ανήμερα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου στο νομό Σερρών με αιχμή του δόρατος το δρώμενο της «Δρακοκτονίας», που θυμίζει παραμύθι και στηρίζεται στη θρησκευτική λαϊκή παράδοση του νομού.
Σύμφωνα με την παράδοση στο Νέο Σούλι Σερρών υπήρχε ένας δράκος που εμπόδιζε τη ροή των νερών που βρισκόταν ψηλά στο βουνό και τα κρατούσε στη πηγή αφήνοντας διψασμένους τους κατοίκους του μικρού χωριού. Ο δράκος για να ελευθερώσει τα νερά ζητούσε κάθε χρόνο έναν κάτοικο του χωριού που του προσφέρονταν με κλήρο. Κάποια χρονιά ο κλήρος έπεσε στη βασιλοπούλα. Όταν ήρθε η στιγμή για να προσφερθεί η βασιλοπούλα θυσία στον δράκο, στον τόπο του μαρτυρίου, παρακάλεσε τον θεό να την σώσει. Τότε εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος πάνω στο άλογό του που έχοντας στα χέρια του σταυρό και κοντάρι φόνευσε τον δράκο. Στις ευχαριστίες τις βασιλοπούλας ο Άγιος Γεώργιος το μόνο που τις ζήτησε σαν χάρη ήταν του να χτίσει εκκλησία μέσα στο χωριό.
Από τη μέρα που έγινε το θαύμα του Αγίου Γεωργίου μέχρι και σήμερα κάθε χρόνο τη μέρα της εορτής της μνήμης του, γίνεται στο Ν.Σούλι, αναπαράσταση της «Δρακοκτονίας». Δύο μαυροφορεμένες κοπέλες οδηγούν την βασιλοπούλα στο χώρο της θυσίας στη πλατεία του χωριού όπου γίνεται και το πανηγύρι για τη θυσία. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται τοποθετημένο ένα ομοίωμα του «δράκου». Μετά από λίγη ώρα καταφτάνει ο Άγιος Γεώργιος καβάλα πάνω σε λευκό άλογο κρατώντας το κοντάρι του. Φονεύει τον δράκο, σώζει τη βασιλοπούλα και ελευθερώνει τα νερά. Ακολουθεί λαϊκό γλέντι με χορό, κρασί και παραδοσιακά φαγητά.
Την ίδια ημέρα στην Ανθή του δήμου Βισαλτίας αναβιώνει η παραδοσιακή πάλη , δρώμενο που βρίσκει τις ρίζες του στα χρόνια της τουρκοκρατίας όταν τα θαρραλέα παλληκάρια του χωριού παίρνοντας την ευλογία από τον Αϊ Γιώργη πάλευαν με τα πρωτοπαλίκαρα των Τούρκων και κατάφερναν επιδεικνύοντας δύναμη και θάρρος να νικήσουν.
Το δρώμενο αναβιώνει αργά το μεσημέρι στο προαύλιο της θαυματουργής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου στην Ανθή. Παραδοσιακοί παλαιστές, λεγόμενοι «πεχλιβάνηδες» συγκεντρώνονται από όλη την Ελλάδα.
Οι αθλητές, πριν ξεκινήσουν τον αγώνα, φορούν το λεγόμενο «κιουσπέτι» ή «κισπέτι», ένα παντελόνι μέχρι τα γόνατα, φτιαγμένο από κατεργασμένο δέρμα κατσικιού, ενώ αλείφουν όλο τους το σώμα με λάδι. Η είσοδος των αθλητών στο «αλώνι» στο ειδικά κατασκευασμένο με φυσικό χλοοτάπητα προαύλιο της εκκλησίας γίνεται με εντυπωσιακό, επιδεκτικό τρόπο, με χτυπήματα των χεριών στα γόνατα και άλλα «τσαλίμια», ενώ καθ' όλη τη διάρκεια των αγώνων ακούγεται ο ήχος του ζουρνά και του νταουλιού, που δεν θα σταματήσει παρά μόνο τη στιγμή της ανάδειξης του μεγάλου νικητή.
Η πάλη διαρκεί μέχρι να νυχτώσει, ενώ τα έπαθλα των νικητών είναι μεγάλα χρηματικά ποσά που έχει συγκεντρώνει ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού, καθ' όλη τη διάρκεια της χρονιάς.
«Το έπαθλο μπορεί να φτάσει μέχρι και τα χίλια Ευρώ» επισημαίνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η πρόεδρος του τοπικού Δημοτικού Συμβουλίου Πετρούλα Μανούγκα και προσθέτει «τα έθιμα και οι παραδόσεις μας λειτουργούν ως σύγχρονες "Θερμοπύλες" που κρατούν ζωντανές τις μνήμες και την ιστορία μας».