Μετανιωμένος δηλώνει ο παιδοκτόνος της Κέρκυρας, ο οποίος ομολόγησε ότι σκότωσε την 29χρονη κόρη του.
Μετά από καυγά που είχαν στο σπίτι του, την Πρωτοχρονιά. Μάλιστα μην μπορώντας ο δολοφονός ακόμα να καταλάβει πώς συνέβη ό,τι συνέβη, ζητά να κρεμαστεί στην πλατεία για την ψυχή της κόρης του. Μιλώντας στο STAR, ο παιδοκτόνος της Κέρκυρας δήλωσε: «Δε νιώθω καλά... Έπρεπε να ζήσει. Τώρα ναι, συνειδητοποίησα τι έχω κάνει. Έχω μετανιώσει. Να με κρεμάσουν στην πλατεία. Εγώ το ζητάω, για παραδειγματισμό. Για την ψυχή της».
Τι έγινε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω στο μοιραίο βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας της Αντζελίνας περιγράφει με λεπτομέρειες τι συνέβη. «Μόνη της ήρθε, έτσι ξαφνικά, για τα Χρόνια Πολλά και την Καλή Χρονιά. Είχα φτιάξει μπακλαβά, φάγαμε κουραμπιέδες και κουβεντιάζαμε για τα οικογενειακά. Μιλάγαμε κανονικά». Κάποια στιγμή όμως άρχισε να χτυπά το κινητό της. «Λέει “είμαι στον μπαμπά”. Συνήθως, όταν ερχόταν, καθόταν με το τηλέφωνο στο χέρι κι έστελνε μηνύματα. Δε μιλούσε κανονικά. Αλλά ήρθε βέβαια. Εγώ αυτό ήθελα, να έρθει, γιατί εδώ κι ένα χρόνο είχε φύγει». Όταν ξαναχτύπησε το τηλέφωνό της, δεν έκρυψε την ενόχλησή του: «Τη δεύτερη της είπα "Δεν το αφήνεις τώρα; Αφού μιλάμε. Μετά παίρνεις. Άμα θέλεις πάρε, δεν έχω πρόβλημα"». Τότε, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, η 29χρονη εξερράγη και άρχισε να φωνάζει, να σηκώνει καρέκλες και να λέει «θα κάνω ό,τι θέλω εγώ, το τηλέφωνο είναι δικό μου, δε θέλω να ρωτήσω κανέναν». «Μα δεν σου είπα τίποτα. Γιατί κάνεις έτσι;» τη ρώτησε, με την 29χρονη, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του πατέρα, να μη σταματά να φωνάζει, να ουρλιάζει και να χτυπά καρέκλες.
«Θόλωσα, δεν ήμουν εγώ εκείνη τη στιγμή»
«Κάποια στιγμή θόλωσα, δεν ήμουν εγώ εκείνη την ώρα. Δεν έβλεπα τίποτα πια. Τη χτύπησα με το σίδερο και μετά πήδηξε από το παράθυρο, πήδηξα κι εγώ. Ήμουν άλλος. Ακόμα και τώρα κάθομαι και σκέφτομαι τι συνέβη». Την βρήκε στο πίσω μέρος της αυλής σοβαρά χτυπημένη και πεσμένη στο έδαφος. Όταν τον είδε, του είπε: «Μπαμπά φεύγω, σε αγαπάω πολύ. Θέλω να με αγκαλιάσεις λίγο. Της είπα “έρχομαι μαζί σου κόρη μου”. Την κρατούσα αγκαλιά και μου έλεγε “κρυώνω μπαμπά”». Στη συνέχεια, ο 52χρονος δήλωσε πως καθάρισε το σπίτι, έκαψε κάποια από τα ρούχα του και προσωπικά αντικείμενα της 29χρονης, ενώ πέταξε το κινητό της στην αυλή της νονάς της. Όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο έθαψε τη σορό της κόρης του, απάντησε πως «δεν ήθελα να την αφήσω έξω για τα ζώα. Την έβαλα πρόχειρα εκεί». Τόνισε ακόμα, πως ήταν τόσο σοκαρισμένος που δεν μπορούσε να πάρει κανέναν τηλέφωνο. «Δεν ήξερα τι ήταν σωστό και λάθος. Με πήραν τηλέφωνο και πήγα εγώ στην αστυνομία. Δεν μπορούσα να μιλήσω, μετά πήγαμε σπίτι».
Τι είπε για τη σχέση της κόρης του με Αφγανό
«Δεν ήξερα τίποτα γι΄αυτό. Αυτές τις μέρες τα έμαθα. Είχα ακούσει από την αρχή κάποια πράγματα, αλλά δεν ήξερα πού βρισκόταν και με ποιον έκανε παρέα». Μάλιστα, δεν έκρυψε το παράπονό του που κανένας δεν τον ενημέρωσε ότι είχε βαφτιστεί Χριστιανή: «Δε μου είπε κανείς τίποτα. Μπαμπάς της ήμουν, δεν έπρεπε να μάθω κάτι;» Αρνείται ότι ασκούσε βία σε βάρος της, υποστηρίζοντας πως «τη μάλωνα μόνο με τα λόγια. Επειδή αργούσε κάποιες μέρες, της είπα ότι κάποια μέρα θα βρεις το σπίτι κλειστό. Την έπαιρνα τηλέφωνο τα βράδια επειδή ανησυχούσα. Δε μου έλεγε τίποτα, πού τρώει, πού πίνει. Μη σε ενδιαφέρει. Δε μιλούσα. Μία, δύο…». Τέλος, ο κατηγορούμενος περιέγραψε την κόρη του ως ένα «καλό και έξυπνο παιδί. Όλα τα καλά είχε. Την έπαιρνα μαζί μου και στην οικοδομή. Έβαζα πλακάκια. Με βοηθούσε με τα πάντα. Ήταν σαν δύο μαστόροι. Πολύ δυνατό κορίτσι».
Τι ζήτησε για την κηδεία της κόρης του
Με γραπτό του αίτημα, ζητά η 29χρονη, που είχε βαφτιστεί Χριστιανή Ορθόδοξη το 2017 και διέμενε κοντά του τα τελευταία 11 χρόνια έχοντας όλα τα νομιμοποιητικά έγγραφα διαμονής από τις ελληνικές Αρχές, να κηδευτεί με μέριμνα και δαπάνη της οικογένειας της νονάς της, στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Κέρκυρας ή σε άλλον ναό στην Αλεπού Κέρκυρας. Καταλήγει δε, πως η σορός της μετά την εξιχνίαση του εγκλήματος, παραμένει στο ψυγείο του Γενικού Νοσοκομείου Κέρκυρας. «Είμαι ο μοναδικός συγγενής της στην Ελλάδα, τόπο διαμονής της, ενώ η μητέρα της, με την οποία πήραμε διαζύγιο το 1990, διαμένει στην πόλη Μπεράτ της Αλβανίας και δεν έχει καμία απολύτως επικοινωνία με τη θυγατέρα μας την τελευταία δεκαετία, ενώ στο θρήσκευμα είναι μουσουλμάνα. Το στενό φιλικό, κοινωνικό περιβάλλον της θυγατέρας μου, βρίσκεται εδώ στην Κέρκυρα, όπου διέμενε και εργαζόταν».