Συνέντευξη με βασικό αντικείμενο τη Συμφωνία των Πρεσπών και την επόμενη μέρα, παραχώρησε ο υπουργός Εξωτερικών των Σκοπίων, Νίκολα Ντιμιτρόφ.
Ο επικεφαλής της σκοπιανής διπλωματίας, μίλησε στο πρακτορείο ΜΙΑ και αναφέρθηκε στους όρους της Συμφωνίας, υποστηρίζοντας ότι από τις διαπραγματεύσεις, η «Μακεδονία» πήρε το καλύτερο δυνατό, όπως και η Ελλάδα, ενώ ανοίγουν νέοι ορίζοντες για τη χώρα του, αλλά και τη συνεργασία με τους γείτονες.
Ο Ντιμιτρόφ μίλησε για τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, για το όνομα, για τη φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του ιδίου και του Νίκου Κοτζιά, η οποία, όπως αναφέρει, «ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια των συχνών επαφών που είχαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων».
Σύμφωνα με τον Σκοπιανό υπουργό Εξωτερικών, με τις δεδομένες συνθήκες, η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν η καλύτερη δυνατή λύση για την πΓΔΜ αλλά και για την Ελλάδα και ότι ουσιαστικά οι δύο πλευρές κατέληξαν σε μία ισορροπημένη λύση. «Εάν διαταραχθεί αυτή η ισορροπία προκειμένου η Συμφωνία να γίνει καλύτερη για την μία ή την άλλη πλευρά τότε δεν θα υπάρχει Συμφωνία αλλά εθνικές θέσεις», τόνισε ο ίδιος.
Ο Νίκολα Ντιμιτρόφ αναφέρθηκε και στις αντιδράσεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στα Σκόπια, λέγοντας ότι «το γεγονός ότι η αντιπολίτευση, στην Ελλάδα και στην πΓΔΜ, «επιτίθενται» στη Συμφωνία των Πρεσπών χρησιμοποιώντας την ίδια σχεδόν ρητορική, καταδεικνύει ότι η συμβιβαστική λύση για το περίπλοκο αυτό ζήτημα είναι καλή και ισορροπημένη». Πρόσθεσε, δε, ότι με την Συμφωνία «δοκιμάζεται και η ωριμότητα των δύο λαών».
Ο επικεφαλής της διπλωματίας της πΓΔΜ εκτιμά επίσης ότι σε μερικά χρόνια, με δίκαιη πολιτική και ανοιχτή επικοινωνία, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών και των δύο χωρών θα διερωτάται «γιατί δεν το κάναμε αυτό νωρίτερα;». «Με τη Συμφωνία των Πρεσπών», τονίζει ο Ντιμιτρόφ, «δημιουργούνται δυνατότητες, μετά από πολλά χρόνια, να ξεκινήσει διάλογος πάνω σε πραγματικά ζητήματα και προβλήματα που αφορούν την καθημερινότητα των πολιτών και των δύο χωρών».
Κλείνοντας τη συνέντευξή του, ο Ντιμιτρόφ εμφανίστηκε σίγουρος ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα εφαρμοστεί πλήρως και θεωρεί ότι η ευθύνη για την τύχη της Συμφωνίας με την Αθήνα, τώρα πλέον, βρίσκεται στα χέρια του Κοινοβουλίου, όπου η εξασφάλιση της πολιτικής στήριξης για την Συμφωνία αποτελεί πραγματική πρόκληση.