«Μαζί ή χώρια;». Αυτό είναι το ερώτημα που θα απασχολήσει χιλιάδες ζευγάρια μέσα στο 2019, είτε είναι παντρεμένα είτε «δεμένα» με σύμφωνο συμβίωσης, καθώς για πρώτη φορά η εφορία δίνει τη δυνατότητα ξεχωριστών φορολογικών δηλώσεων.
Η εγκύκλιος της ΑΑΔΕ, που δημοσιεύθηκε λίγο πριν φύγει το 2018, ουσιαστικά ενεργοποιεί την επίμαχη διατάξη, η οποία φέρνει τα πάνω- κάτω, δημιουργώντας νέα δεδομένα στη διαδικασία της υποβολής φορολογικών δηλώσεων, η οποία δεν αποκλείεται φέτος να ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Έτσι, ενώ μέχρι πρόσφατα μιλούσαμε για σενάρια φορολόγησης του οικογενειακού και όχι του ατομικού εισοδήματος, προέκυψε η δυνατότητα υποβολής ξεχωριστών φορολογικών δηλώσεων.
Ποιος είναι ο κανόνας; Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποβάλλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους. Υπόχρεος για την υποβολή της κοινής δήλωσης είναι ο σύζυγος και για τα εισοδήματα της συζύγου του. Ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα εκάστου συζύγου βεβαιώνεται χωριστά και η ευθύνη της καταβολής βαρύνει κάθε σύζυγο. Τα ανάλογα ισχύουν και για όσους συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης.
Ποια είναι η αλλαγή; Η δήλωση δύναται να υποβάλλεται χωριστά, εφόσον ένας τουλάχιστον εκ των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης το επιλέξει, με ανέκκλητη δήλωσή του για κάθε φορολογικό έτος, μέχρι την 28η Φεβρουαρίου του έτους υποβολής της δήλωσης. Η επιλογή αυτή είναι δεσμευτική ως προς το φορολογικό έτος που αφορά και για τον άλλο σύζυγο. Τουτέστιν, ακόμα κι αν ο ένας από τους δύο το επιθυμεί, μπορεί να δηλώσει στην εφορία ως το τέλος Φεβρουαρίου, ότι φέτος θα υποβάλει ξεχωριστή δήλωση.
Και τι γίνεται με τα ανήλικα παιδιά; Το εισόδημα τους προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Αν οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στο εισόδημα του πατέρα και φορολογείται στο όνομά του. Σε περίπτωση που ένας εκ των γονέων έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα αυτού.
Για ποιόν λόγο θα ήθελε κάποιος να υποβάλει ξεχωριστή φορολογική δήλωση; Για να πάρει την επιστροφή φόρου που δικαιούται, την οποία τη “χάνει” εάν το έτερο ήμισυ οφείλει φόρο και δεν είναι λίγες αυτές οι περιπτώσεις. Μια ακόμα σοβαρή περίπτωση είναι ο ένας εκ των δύο να χρωστάει στην εφορία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δοθεί φορολογική ενημερότητα ούτε στον άλλο κι αυτό το πρόβλημα, πλέον, αντιμετωπίζεται.
Και τι γίνεται τα τεκμήρια; Εδώ τα πράγματα ζορίζουν για όσους κινούνται στο όριο ήτοι βαρύνονται με δαπάνες διαβίωσης ή δαπάνες αγοράς, που ενδεχομένως δεν μπορούν να καλυφθούν από το εισόδημα τους. Η εγκύκλιος της ΑΑΔΕ για τις ξεχωριστές δηλώσεις είναι ξεκάθαρη:
1. Το ελάχιστο τεκμήριο για τον καθένα είναι 3.000 ευρώ, αντί των 5.000 ευρώ που έχουν ως ζευγάρι
2. Για την κάλυψη ή τον περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ τεκμαρτών- δηλωθέντων εισοδημάτων, λαμβάνονται υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, όπως αυτά δηλώνονται από τον κάθε σύζυγο χωριστά. Κοινώς, ο ένας δεν μπορεί, πλέον, να καλύψει το τεκμήριο του άλλου με ανάλωση κεφαλαίου προηγούμενων ετών
3. Οι αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες, καθώς και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, που αφορούν τον κάθε σύζυγο βαρύνουν αυτόν ατομικά, κοινώς ο καθένας μόνος του
Η αρχή “ο καθένας μόνος του” θα ισχύει και για το “χτίσιμο” του αφορολογήτου, όπου σήμερα το “περίσσευμα” αποδείξεων του ενός μπορεί να καλύψει το “κενό” του άλλου κι αυτό το σημείο χρειάζεται προσοχή εν όψει αλλαγών στα ποσοστά ηλεκτρονικών συναλλαγών, που θα απαιτεί το υπουργείο Οικονομικών, για το αφορολόγητο.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο, με Απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ θα ρυθμιστούν διάφορα άλλα θέματα, που μπορεί να ανακύψουν κατά την εφαρμογή της διάταξης και μια από τις “παρενέργειες” είναι το πώς θα εντοπίζονται τα οικογενειακά εισοδήματα, στην περίπτωση αιτήσεων καταβολής επιδομάτων, όπως για παράδειγμα το επίδομα τέκνων.