Βουλή δέκα κομμάτων, προφανής αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης, αρκετή ρευστότητα, ισχυρή – όσο ποτέ- Αριστερά: Σε αυτά τα στοιχεία συγκλίνουν και οι τρεις τελευταίες δημοσκοπήσεις, που είναι και οι τελευταίες ... γενικώς, μέχρι την 6η Μαϊου.
Από αύριο λοιπόν οι πολίτες θα στερηθούν την ... παρέα των δημοσκοπήσεων, καθώς ισχύει η γνωστή, σχετική απαγόρευση για τις τελευταίες 15 ημέρες πριν από τις εκλογές. Πάντως, από τις πλέον «νωπές» σφυγμομετρήσεις των διαθέσεων και των πολιτικών προσανατολισμών του εκλογικού σώματος προκύπτουν ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα, εκ των οποίων τα βασικότερα είναι τα εξής:
Πρώτο συμπέρασμα: Κανένα κόμμα δεν δείχνει ικανό να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ούτε καν να πλησιάσει σε εκλογικές επιδόσεις που θα καθιστούσαν εφικτό – έστω και δύσκολα- ένα τέτοιο όραμα. Αυτό το σημαντικό - και μάλλον πάγιο, πλέον- δεδομένο υποχρεούνται να το λάβουν σοβαρά υπόψη η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Μέχρι στιγμής, βεβαίως, ο Αντώνης Σαμαράς διακηρύσσει ότι το κόμμα του δεν πρόκειται να συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ και επιμένει στο στόχο της αυτοδυναμίας, μολονότι αυτός φαντάζει ... όνειρο εαρινής νυκτός. Από την πλευρά του και ο Ευάγγελος Βενιζέλος τόνισε προσφάτως ότι δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη η προθυμία του ΠΑΣΟΚ να συγκυβερνήσει, «άνευ όρων και άνευ εταίρων». Το ερώτημα είναι τι θα ... απομείνει μετεκλογικά από την προεκλογική ρητορική των δυο κομμάτων (κυρίως από την κατηγορηματικότητα της Νέας Δημοκρατίας) , που επιθυμούν ασφαλώς να ενεργοποιήσουν τον όποιο «κομματικό πατριωτισμό» χαρακτηρίζει ακόμη τη βάση τους.
Πολλά κόμματα στη Βουλή και αρκετή ρευστότητα
Δεύτερο συμπέρασμα: Οι δημοσκοπήσεις προοιωνίζονται είσοδο πολλών κομμάτων στη Βουλή. Οι τελευταίες προδιαγράφουν Κοινοβούλιο δέκα κομμάτων, τοποθετώντας «εντός νυμφώνος» τη Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη και τους Οικολόγους, μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, το ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, τη ΔΗΜΑΡ, τη «Χρυσή Αυγή», τον ΛΑΟΣ, τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Τρίτο συμπέρασμα: Τα «ανεβοκατεβάσματα» των ποσοστών αρκετών κομμάτων, οι εναλλαγές πχ στην 3η ή στην 4η θέση διαφορετικών πολιτικών σχηματισμών από μέρα σε μέρα κι από δημοσκόπηση σε δημοσκόπηση, προδίδουν σημαντική ρευστότητα η οποία επιτρέπει σε πολλούς να προσδοκούν κάτι καλύτερο από αυτό που σήμερα φαίνεται να έχουν.
Οι ελπίδες αυτές φυσικά έχουν όριο – πχ δεν φαίνεται καθόλου λογική η προσμονή της αυτοδυναμίας. Δεν δείχνει όμως παράλογη η προσδοκία των δυο κομμάτων του πάλαι ποτέ πανίσχυρου «δικομματισμού», ότι στις τελευταίες ημέρες θα πιέσουν κάπως αποτελεσματικότητα την κοινωνική βάση «όμορων» δυνάμεων και θα εξασφαλίσουν ευπρεπέστερα ποσοστά. Η ρευστότητα αυτή επιτρέπει και στο ΠΑΣΟΚ να ελπίζει σε μία σμίκρυνση της «ψαλίδας» που το χωρίζει από τη Νέα Δημοκρατία.
Σε κάθε περίπτωση, η ρευστότητα αυτή δείχνει συνέχεια ενός φαινομένου που χαρακτήρισε τις εκλογές του 2007 και 2009: Για πρώτη φορά σε μόλις δυο χρόνια έγιναν ... αποκολλήσεις και προσχωρήσεις τόσο μεγάλων τμημάτων της εκλογικής βάσης των δύο κομμάτων. Οι εντυπωσιακές ανακατατάξεις που συντελέστηκαν σε αυτή τη διετία (παλιότερα για τέτοιες αλλαγές απαιτούνταν πολλά χρόνια), με τις μαζικές μετατοπίσεις ψηφοφόρων κατ' ευθείαν από τη Νέα Δημοκρατία στο ΠΑΣΟΚ, απέδειξαν ότι είναι πλέον αδύναμοι οι δεσμοί που διατηρούν η τα δύο κόμματα με τη βάση τους.
Τέταρτο συμπέρασμα: Παρ' όλη τη ρευστότητα, όλα δείχνουν ότι συνολικά η Αριστερά θα υπερβεί το ιστορικό εκλογικό «ζενίθ» της, δηλαδή το 24,5% που είχε στις εκλογές του 1958. Το πώς θα διαχειριστούν τα κόμματα της Αριστεράς αυτή τη μεγάλη ενδυνάμωσή τους είναι, ασφαλώς, ξεχωριστό θέμα και ζητούμενο του μετεκλογικού τοπίου.
Δυο εβδομάδες, λοιπόν, απέμειναν μέχρι την ώρα της κάλπης. Δύο εβδομάδες που θα κυλήσουν εν μέσω προβληματισμών, αγωνίας, παθών, διλημμάτων, θυμού, ενδεχομένως και νέων νουθεσιών εκ μέρους Ευρωπαίων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Για ένα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: Στις 6 Μαϊου θα βρισκόμαστε στο κέντρο της παγκόσμιας προσοχής!