Πολλά είναι τα έθιμα, αν και οι προκλήσεις του σημερινού τρόπου ζωής καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις συμπεριφορές των ανθρώπων, που διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε ορισμένα χωριά της Καρδίτσας και της Δυτικής Θεσσαλίας τα οποία εντάσσονται στον εορτασμό του δωδεκαημέρου.
Η εκπαιδευτικός Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, ερευνήτρια τοπικής ιστορίας και λαογραφίας γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της σε ένα χωριό του κάμπου της Καρδίτσας. Έτσι έχει βαθιά χαραγμένα στη μνήμη της πολλά έθιμα, δρώμενα και δοξασίες του δωδεκαήμερου, που οι ρίζες τους ακουμπούν στην αρχαιότητα.
Οι άνθρωποι παλαιότερα και ιδιαίτερα αυτοί που κατοικούσαν στα χωριά ζούσαν έντονα το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων. Όλα άλλαζαν αυτές τις ημέρες, σημειώνει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Τα σπίτια έπαιρναν μια γιορτινή όψη.
Οι νοικοκυρές είχαν πολλά να κάνουν. Παλάμιζαν το πάτωμα των σπιτιών, ασβέστωναν τους τοίχους φουκάλιζαν τη ρούγα, έστρωναν τις καλές μαντανίες στα κρεβάτια και ήταν έτοιμες να ζήσουν το γιορταστικό δωδεκαήμερο, που ξεκινούσε με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Σήμερα όμως πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, ενώ πολλά έθιμα έχουν σβήσει στα χωριά του κάμπου. Ωστόσο, σημαντικές και αξιόλογες προσπάθειες από τοπικούς συλλόγους έχουν καταφέρει να διασώσουν πολλά από αυτά τα έθιμα.
Γουρνοχαρά
Ένα από τα πιο σημαντικά έθιμα που έμεινε αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου μέχρι και σήμερα, είναι το έθιμο της γουρνοχαράς.
Την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων τα περισσότερα σπίτια των καραγκούνηδων και τότε και σήμερα, όσα διατηρούν το έθιμο, ήταν επί ποδός, μας λέει η εκπαιδευτικός, γιατί είχαν την γουρνοχαρά. Το σφάξιμο και το συμμάζεμα του γουρουνιού ήταν μια ιεροτελεστία.
Από νωρίς το πρωί 4-5 άνδρες και άλλες τόσες γυναίκες, συνήθως συγγενείς ή φίλοι των νοικοκύρηδων, κατέφταναν στο σπίτι για να βοηθήσουν, γιατί μια μόνη οικογένεια δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Όλα τα σύνεργα για το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν έτοιμα από την προηγούμενη μέρα. Τα καλοτροχισμένα μαχαίρια και τσεκούρια για το σφάξιμο, τα κοκκαλάρια για το γέμισμα των λουκάνικων, η τάβλα όπου θα έκοβαν το κρέας και τα πράσα για τον ζαϊρέ των λουκάνικων, οι κατσαρόλες για το καυτό νερό όπου βουτούσαν το κεφάλι και πόδια για να τα μάδημα, καθώς και το μεγάλο καλογανωμένο καζάνι, όπου θα έλιωναν τον παστό για να πάρουν τη λίπα και τις τσιγαρίδες, που πολλές νοικοκυρές τις ανακάτευαν με πράσα, αλάτι και διάφορα μυρωδικά και τις διατηρούσαν σε πιθάρια για πολύ καιρό, μέχρι να στεγνώσουν τα λουκάνικα, που τα κρεμούσαν κατάματα στον ήλιο κάτω από την αστρέχα του σπιτιού.
Η νοικοκυρά ακολουθώντας τις παραδοσιακές συνήθειες των προγόνων της, όταν έσφαζαν το γουρούνι, έπαιρνε μια φτυαριά κάρβουνα, έριχνε το θυμίαμα και το έδινε στον αφέντη του σπιτιού ο οποίος, αφού θυμιάτιζε όλους τους παραβρισκόμενους, το έριχνε στον λαιμό του γουρουνιού. Πίστευαν με αυτόν τον τρόπο πως θα έχουν την ευλογία του Χριστού και θα έδιωχναν μακριά τους καλικάντζαρους που μαγάριζαν το κρέας και τα άλλα φαγώσιμα. Έχω έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου τη γιαγιά μου Βασιλική και τη μάνα μου Σταυρούλα, σημειώνει η ερευνήτρια, που έριχναν στη φωτιά αλάτι και θυμίαμα καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, για να κρατήσουν μακριά από το σπίτι μας τους καλικάντζαρους.
Μόλις τελείωνε το συμμάζεμα του γουρουνιού οι άνδρες και οι γυναίκες έφευγαν για τα σπίτια τους. Οι άνδρες όμως με τα καλά τους ρούχα ξαναγύριζαν στο σπίτι που είχε τη γουρνοχαρά και εκεί στήνονταν ένα πλούσιο τραπέζι με τυρόπιτες, τηγανιά, ψητό χοιρινό στα κάρβουνα, κρασί από το αμπέλι και τραγούδι μέχρι αργά το βράδυ.