O «Φόνος στην άμαξα» είναι ένα μπεστ σέλερ του 19ου αιώνα. Πριν ακόμα ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ επινοήσει τον Σέρλοκ Χολμς και κάνει δημοφιλείς τις ιστορίες μυστηρίου υπήρξε ο «Φόνος στην άμαξα».
Το μυθιστόρημα ενός δικηγόρου από τη Νέα Ζηλανδία, του Φέργκους Χιούμ που έγινε μπεστ σέλερ όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1886.
Ένας άγνωστος άντρας βρίσκεται νεκρός μέσα σε μία άμαξα στην Μελβούρνη του 1886. Ο ιατροδικαστής αποφαίνεται ότι έχει δολοφονηθεί με χλωροφόρμιο.
Σύμφωνα με την κατάθεση του αμαξά το θύμα ήταν εμφανώς μεθυσμένο και συνοδευόταν από έναν μυστηριώδη αντρα με ανοιχτόχρωμο παλτό, ο οποίος στη μέση της διαδρομής κατέβηκε από την άμαξα, πλήρωσε το κόμιστρο και έδωσε οδηγίες στον αμαξά να πάει το φίλο του σπίτι.
Ο αστυνομικός Σάμιουελ Γκόρμπι αναλαμβάνει την υπόθεση θεωρώντας την απλούστατη. Ο δολοφόνος είναι ο εξαφανισμένος άντρας με το ανοιχτόχρωμο παλτό. Μόνο που οι εξελίξεις τον διαψεύδουν και γρήγορα βρίσκεται μπροστά σε μία περίπλοκη ιστορία που ξεκινάει από τα σαλόνια των προνομιούχων της πόλης και καταλήγει στα χαμόσπιτα των κακόφημων συνοικιών.
Την εποχή που έγραψε τον «Φόνο στην άμαξα» (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Κωνσταντίνος Ματσούκας ) ο Φέργκους Χιούμ δούλευε σε ένα δικηγορικό γραφείο της Μελβούρνης και ονειρευόταν να σταδιοδρομήσει ως θεατρικός συγγραφέας. Ήταν όμως αρκετά διορατικός για να ξέρει ότι κανένας παραγωγός δεν θα εμπιστεύοταν το πρωτόλειο έργο ενός άγνωστου.
Έτσι, σκεπτόμενος στρατηγικά αποφάσισε πρώτα να γράψει ένα μυθιστόρημα που θα τον έκανε διάσημο και μετά να αφιερωθεί στο θέατρο. Ρώτησε έναν από τους πιο γνωστούς βιβλιοπώλες της Μελβούρνης σχετικά με τα ευπώλητα βιβλία και διαπίστωσε ότι το έγκλημα και το μυστήριο πουλάνε. Στρώθηκε λοιπόν στη δουλειά διάβασε αρκετά μυθιστορήματα του Γάλλου συγγραφέα Εμιλ Γκαμποριό που τότε σάρωναν στις πωλήσεις και μετά έγραψε τον «Φόνο στην άμαξα».
Πρώτα όμως πέρασε αρκετό διάστημα στους δύο αντίθετους κόσμους που περιγράφει, μελετώντας τόσο τους αριστοκράτες όσο και τους φτωχοδιαβόλους, τις πόρνες και τους μικροκακοποιούς της πόλης. Όσο για την αστυνομική έρευνα και τις ανακρίσεις ως δικηγόρος είχε αρκετή πείρα από αντίστοιχες υποθέσεις.
Όταν το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε ο Χιουμ προσπάθησε να βρει κάποιον εκδοτικό οίκο στην μητρόπολη, την Αγγλία. Όμως κανένας εκδότης δεν εμπιστευόταν έναν συγγραφέα από «τις αποικίες». Ο Χιούμ πλήρωσε από την τσέπη του την πρώτη έκδοση και τα πέντε χιλιάδες αντίτυπα εξαντλήθηκαν σε τρεις εβδομάδες. Ώσπου κάποιος εκδότης στο Λονδίνο αγόρασε τα δικαιώματα και έτσι έγινε γνωστός σε Ευρώπη και Αμερική και μέσα στους πρώτους έξι μήνες πουλήθηκαν 300.009 αντίτυπα.
Τελικά το μυθιστόρημα- που κανείς εκδότης δεν ενδιαφερόταν- πούλησε περίπου 750.000 αντίτυπα μέχρι το θάνατο του Χιούμ το 1932 και θεωρείται το πρώτο μπεστ σέλερ στην ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας. Επίσης μεταφέρθηκε στον βουβό κινηματογράφο τρεις φορές, το 1911, το 1915 και το 1925, διασκευάστηκε ως ραδιοφωνική σειρά για το BBC, ανέβηκε στο θέατρο αλλά και γυρίστηκε ταινία για την τηλεόραση το 2012.
Με λίγα λόγια ήταν μια αναπάντεχη επιτυχία για ένα νεαρό δικηγόρο. Κι αυτό επειδή ο Χιούμ ξεκίνησε να γράψει μία ιστορία μυστηρίου και κατέληξε να περιγράφει τις κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής του στην γεμάτη μετανάστες Αυστραλία και την άθλια κατάσταση των κατώτερων στρωμάτων. Κάπως έτσι έγινε πρωτοπόρος του είδους που αργότερα εξελίχθηκε στο πολιτικό νουάρ.
Από την άλλη ως επίδοξος θεατρικός συγγραφέας δεν αρκέστηκε σε μία γραμμική πλοκή. Η ιστορία του ξεκινάει παραθέτοντας άρθρα εφημερίδων, ενώ η πλοκή διακόπτεται συχνά από αποσπάσματα ανακρίσεων και σχόλια του συγγραφέα για τη μετανάστευση ή την τύχη των παριών της κοινωνίας.
Ο Χιούμ πέτυχε το στόχο του. Καθιερώθηκε ως συγγραφέας εγκαταλείποντας την δικηγορία κι έγραψε πάνω από εκατό βιβλία. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν με ένα μυθιστόρημα που όπως το περιέγραφε ο ίδιος αναφέρεται σε «ένα μυστήριο, έναν φόνο και μία περιγραφή του υπόκοσμου της Μελβούρνης».