Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για την υποχρεωτική εφαρμογή του νόμου της Σαρία.
Στο ΕΔΔΑ είχε προσφύγει Ελληνίδα μουσουλμάνα, για τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, τα οποία εφάρμοσαν τη Σαρία σε κληρονομική της υπόθεση.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 (προστασία της περιουσίας) της ίδιας σύμβασης.
Για τα μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας που απολαμβάνει τα οφέλη ενός ειδικού θρησκευτικού δικαίου, η άρνηση της Πολιτείας να τους δώσει το δικαίωμα να ωφεληθούν οικειοθελώς από το κοινό δίκαιο συνιστά διακριτική μεταχείριση και παραβίαση του δικαιώματος ελεύθερης αυτοδιάθεσης, το οποίο αποτελεί δικαίωμα «πρωταρχικής σημασίας», σύμφωνα με το δικαστήριο. Ακόμη, το ΕΔΔΑ παρατηρεί πως μέχρι την εποχή των πραγματικών περιστατικών, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη που είχε εφαρμόσει το νόμο της Σαρία σε πολίτες της, ενάντια στις ίδιες τους τις επιθυμίες.
Η υπόθεση
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Ελληνας υπήκοος και σύζυγος της Μόλλα Σάλι, μέλος κι αυτός της μουσουλμανικής μειονότητας, άφησε στη διαθήκη του (την οποία συνέταξε σύμφωνα με το ελληνικό αστικό δίκαιο) ολόκληρη την περιουσία στη σύζυγό του. Ομως, τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν ότι η βούληση του αποθανόντος ήταν άνευ αντικειμένου, διότι το εφαρμοστέο στην υπόθεση δίκαιο ήταν το ισλαμικό κληρονομικό δίκαιο, το οποίο της στερούσε τα τρία τέταρτα της κληρονομιάς της.
Τα δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι στην Ελλάδα, το ισλαμικό κληρονομικό δίκαιο εφαρμόζεται ειδικά στους Έλληνες μουσουλμανικής πίστης. Η κ. Μόλλα Σάλι, υποστήριξε ότι υπέστη διαφορετική μεταχείριση λόγω θρησκείας, διότι εάν ο σύζυγός της δεν ήταν μουσουλμάνος, θα είχε κληρονομήσει ολόκληρη την περιουσία του.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Από την πλευρά, του, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση που υπέστη η Μόλλα Σάλι ως δικαιούχος στη διαθήκη που συντάχθηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από Έλληνα μουσουλμανικής πίστης, δεν ήταν αντικειμενικά και εύλογα αιτιολογημένη σε σύγκριση με δικαιούχο διαθήκης που συντάχθηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από Έλληνα που δεν είναι μουσουλμάνος.
Μεταξύ άλλων το ΕΔΔΑ τονίζει ότι η θρησκευτική ελευθερία δεν απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη τη δημιουργία συγκεκριμένου νομικού πλαισίου που να παράσχει στις θρησκευτικές κοινότητες ειδικό καθεστώς με συγκεκριμένα προνόμια. Εντούτοις, ένα κράτος που είχε δημιουργήσει ένα τέτοιο καθεστώς, έπρεπε να εξασφαλίσει ότι τα κριτήρια που θεσπίστηκαν για τα δικαιώματα της συγκεκριμένης ομάδας, εφαρμόστηκαν χωρίς διακρίσεις.
Επιπλέον, η άρνηση σε μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας του δικαιώματος να επιλέξουν και να ωφεληθούν οικειοθελώς από το κοινό δίκαιο, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνιστά, όχι μόνο διακριτική μεταχείριση, αλλά και παραβίαση δικαιώματος πρωταρχικής σημασίας στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων - δηλαδή του δικαιώματος ελεύθερης αυτοδιάθεσης.
Τέλος, σύμφωνα με το ΑΠΕ, το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη, η οποία, έως την εποχή των πραγματικών περιστατικών, είχε εφαρμόσει το νόμο της Σαρία σε πολίτες της ενάντια στις επιθυμίες τους. Αυτό ήταν ιδιαίτερα προβληματικό στην προκειμένη περίπτωση, διότι η εφαρμογή του νόμου της Σαρία είχε οδηγήσει σε κατάσταση που ήταν επιζήμια για τα ατομικά δικαιώματα μιας χήρας, η οποία είχε κληρονομήσει περιουσία του συζύγου της σύμφωνα με τους κανόνες του αστικού δικαίου, αλλά βρέθηκε σε νομική κατάσταση, την οποία, ούτε η ίδια, ούτε ο σύζυγός της είχαν επιδιώξει.