«Ήξερα ελάχιστα, επιθυμούσα κάτι και δεν κατάφερα τίποτα». Σ’ αυτή τη πρόταση ο Νορβηγός συγγραφέας συνοψίζει το πέμπτο τόμο της αυτοβιογραφίας του, με τίτλο «Όνειρα στη βροχή».
Είναι η εξιστόρηση των φοιτητικών του χρόνων στο Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν γεμάτη μεθύσια, τσαμπουκάδες, αμήχανο σεξ και άσκοπες περιπλανήσεις.
Το 1988 ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Μπέργκεν για να σπουδάσει στην Ακαδημία Συγγραφέων. Είναι δεκαεννέα χρονών, ο νεότερος φοιτητής που έγινε δεκτός στην Ακαδημία, είναι φιλόδοξος και επηρμένος. Η πραγματικότητα στη μουντή, διαρκώς βροχερή φοιτητούπολη θα διαψεύσει όλες του τις προσδοκίες.
Τα γραπτά του αποδεικνύονται κοινότοπα και επιτηδευμένα, τα ποιήματα του φίσκα στα κλισέ. Ο Καρλ πασχίζει να αποκτήσει λογοτεχνική παιδεία, διαβάζει Σέξπιρ και Ρεμπό και ακούει προσεκτικά τους στίχους των Cure, των U2, όλων των συγκροτημάτων που κυριαρχούνε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Η φοιτητικη ζωή του φαίνεται ανιαρή. Ανάμεσα στους υπόλοιπους φοιτητές που πίνουν μπύρες και διαβάζουν τους στίχους τους ο ένας στον άλλον παραμένει σιωπηλός και ντροπαλός. Πίνοντας μαζί τους ανακαλύπτει ότι το αλκοόλ τον κάνει πιο κοινωνικό. Τον κάνει επίσης αρκετά επιθετικό. Εκσφενδονίζει ποτήρια μπύρας στους συμπότες του ή κλέβει ποδήλατα και τα παρατάει στην άλλη άκρη της πόλης μετά από μία μεθυσμένη περιήγηση. Και κάποια στιγμή ξυπνάει μέσα στο κελί ενός αστυνομικού τμήματος.
Αλλά ταυτόχρονα το αλκοόλ τον βυθίζει σε κατάθλιψη καθώς όταν πίνει συνειδητοποιεί ότι δεν διαθέτει την φαντασία και την αυθεντικότητα ενός πραγματικού συγγραφέα. Μπορεί να καταγράψει μόνο τις δικές του εμπειρίες οι οποίες είναι ελάχιστες και τετριμμένες.
Ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας είναι ασυγκράτητος. Προσπαθώντας να γράψει ζει σε μία παραφορά. Ταξιδεύει στην Αθήνα και την Φλωρεντία, με τρένο και οτοστόπ, περιγράφει αριστουργήματα της τέχνης και έρημα βενζινάδικα πάνω στην Εθνική. Κάνει αδέξιο σεξ και καταβροχθίζει βιβλία δανεικά από την βιβλιοθήκη, ανακατευοντας τον Διαφωτισμο με τον Πλάτωνα και τον Νιτσε. Ψάχνει να βρει κάτι πέρα από την λογοτεχνία που παραμένει ακαθόριστο. Ώσπου παντρέυεται την αγαπημένη του τη Λίντα, στρώνεται στο γράψιμο εγκαταλείποντας την θεωρία και κάνει το ντεμπούτο του στους λογοτεχνικούς κύκλους με το μυθιστόρημα «Έξω από τον κόσμο».
Το 2008 ο Καρλ, ήταν ένας φερέλπις συγγραφέας και πατέρας τριών παιδιών που ήθελε να ξεφύγει από τα δεσμά της οικογένειας, από μία καθημερινότητα που του φαινόταν άδικη σπατάλη του χρόνου του και να γράψει κάτι που θα σημάδευε την λογοτεχνική σκηνή της Νορβηγίας. Έτσι γεννήθηκε
«Ο Αγώνας μου» μία σάγκα, ένα σκανδιναβικό έπος χωρίς ήρωες παρά μόνο τον ίδιο να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη μέχρι τότε ζωή του. Από τη μία ο προβοκατόρικος και σίγουρα σαρκαστικός τίτλος και από την άλλη αυτή η, γεμάτη ωμή ειλικρίνεια και κυνισμό, αυτοβιογραφία ενός άγνωστου στο πλατύ κοινό συγγραφέα, έκαναν διάσημο τον Καρλ.
Από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο πρώτος τόμος «Ο Αγώνας μου» έγινε εκδοτική επιτυχία καθώς οι κριτικοί έκαναν λόγο για έναν μοντέρνο Προυστ με τον δικό του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Ο Καρλ όπως υποστηρίζει «ένιωθε στριμωγμένος στη γωνία» και αντεπιτέθηκε με μία «σχεδόν αυτιστική λύσσα» χωρίς να δίνει σημασία ποιος –από συγγενείς μέχρι ομότεχνούς του- θα ενοχληθεί από τις εξομολογήσεις του.
Τα «Όνειρα στη Βροχή» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Σωτήρης Σουλιώτης) είναι ο πέμπτος τόμος των αναμνήσεων του Καρλ και ένας από τους πιο σημαντικούς του «Αγώνα». Ακριβώς γιατί περιγράφει την σταδιακή μεταμόρφωση ενός σχολαστικού φοιτητή που τσαλαβουτάει στη ποίηση, την φιλοσοφία και την λογοτεχνία σε έναν τολμηρό συγγραφέα που τόλμησε να στρέψει τον καθρέφτη στον εαυτό του και να περιγράψει την αντανάκλαση του.