Τη συνέχιση της πρακτικής των παράνομων επαναπροωθήσεων καταγγέλλουν τρεις οργανώσεις, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, η Άρσις και το HumanRights360, με έκθεση που δημοσιεύουν σήμερα.
Η έκθεση περιλαμβάνει μαρτυρίες 39 προσώπων που επιχείρησαν να εισέλθουν στην Ελλάδα από τα σύνορα με την Τουρκία στην περιοχή του Έβρου και επαναπροωθήθηκαν στην Τουρκία.
Όπως σημειώνουν οι τρεις οργανώσεις, «οι συνεχείς αναφορές που λαμβάνουμε τόσο στα γραφεία μας όσο και στους χώρους κράτησης, προστατευτικής φύλαξης και σε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης, μαρτυρούν ότι το φαινόμενο των επαναπροωθήσεων, παρά τη σιγή και άρνηση των αρμοδίων φορέων και αρχών, είναι ιδιαίτερα έντονο και δεν έχει μειωθεί».
Ο 18χρονος πολίτης Αλγερίας Α.Α. περιέγραψε ότι στις 20 Απριλίου 2018 πέρασε το ποτάμι μαζί με έναν φίλο του: «Η αστυνομία μας συνέλαβε, μας ζήτησαν τα χαρτιά μας, δεν είχαμε κάτι πάνω μας να τους δείξουμε και μας χτύπησαν πολύ. Ήταν τέσσερις στον αριθμό, το αυτοκίνητο ήταν πολιτικό και ήταν ένοπλοι (είχαν όπλα και πλαστικά ρόπαλα). Ο φίλος μου χτυπήθηκε τόσο άσχημα που όταν μας γύρισαν στην Τουρκία νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο».
Στα πρόσωπα που έχουν επαναπροωθηθεί συμπεριλαμβάνονται ακόμα και ασυνόδευτοι ανήλικοι. Ο ασυνόδευτος ανήλικος Η.Α. από το Αφγανιστάν είπε για την πρώτη φορά που μπήκε στην Ελλάδα: «Μας έπιασαν αστυνομικοί στο Διδυμότειχο και μας πήραν ό,τι είχαμε πάνω μας, ρούχα, τσάντες, κινητά τηλέφωνα. Φορούσαν ρούχα αστυνομικών, μας μετέφεραν σε ένα αστυνομικό τμήμα και μόλις νύχτωσε μας έβαλαν πίσω σε ένα φορτηγό, μας ανέβασαν στα σύνορα, μας έβαλαν μέσα σε μία φουσκωτή βάρκα και μας γύρισαν πίσω».
Κατά τις μαρτυρίες, οι άνθρωποι οι οποίοι υποβάλλονται σε αυτές τις διαδικασίες τελούν υπό κράτηση, άτυπα, στα κρυφά και με απόλυτη μυστικότητα. Η κράτηση γίνεται υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς τον διαχωρισμό ανδρών και γυναικών, χωρίς να δίνεται φαγητό και στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ούτε νερό.
Ο Α.Α., πολίτης Αιγύπτου, θυμάται ότι «όταν ένας ομοεθνής μου προσπάθησε να καλέσει με το κινητό τηλέφωνό του μία οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένας από αυτούς του πήρε το κινητό αμέσως και άρχισε να τον χτυπάει. Κατόπιν, μας έβαλαν σε ένα σκούρο βαν που έμοιαζε πολιτικό και μας οδήγησαν σε μία αποθήκη, οδηγώντας περίπου 20-30 λεπτά σε δρόμο με αναταράξεις. Στην αποθήκη μας ξαναέκαναν σωματικό έλεγχο, πήρανε τα χρήματα και τα κινητά όλων μας και μας ζήτησαν να γδυθούμε. Όλους μαζί, μας έβαλαν με την πλάτη στον τοίχο και τα γόνατα λυγισμένα. Μας κράτησαν εκεί χωρίς νερό και τροφή».
Συχνά μαρτυρούνται περιστατικά χρήσης βίας και αφαίρεσης προσωπικών αντικειμένων των προσφύγων, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται πρακτικές εξευτελισμού ανδρών, γυναικών και παιδιών, όπως ξεγύμνωμα και αφαίρεση μαντήλας.
Η A.D., 32 ετών από την Παλαιστίνη, περιγράφει ότι επαναπροωθήθηκε τρεις φορές στην Τουρκία. Σχετικά με την πρώτη φορά διηγήθηκε: «Μας μετέφεραν σε ένα παλιό δωμάτιο κοντά στο ποτάμι, δεν ήταν κανονικός χώρος, ήταν σαν στάβλος, δεν είχε κανονικό πάτωμα αλλά χώμα, δεν είχε κλειδαριά αλλά ένα παράθυρο με κάγκελα, ήμασταν όλοι οι 70 σε αυτόν τον χώρο, κάποιοι λιποθυμούσαν γιατί ήταν ασφυκτικά.
Μας πήρανε τα ρούχα και τα παπούτσια, μας πήραν τα κινητά μας, όχι όμως τα διαβατήρια και τις ταυτότητες. Όταν πήγε 7 η ώρα ξεκίνησε η επαναπροώθηση, ήρθαν περίπου 20 άντρες με στρατιωτικά ρούχα και κρυμμένα πρόσωπα και μας πήγανε με τα πόδια, όταν φτάσαμε μας έβαζαν σε βάρκες και μας πήγαιναν λίγους-λίγους απέναντι. […] Ήταν φρικτά, ένα μωρό έκλαιγε και ο αστυνομικός έλεγε να σταματήσει να κλαίει, αυτό φυσικά δεν σταματούσε και το χτύπησε δύο φορές στο πρόσωπο! Μετά άρχισε να κλαίει και η μαμά του και τη χτύπησε και εκείνη».
Μια οικογένεια από τη Συρία, που προσπάθησε στις 9 Σεπτεμβρίου 2018 να μπει στην Ελλάδα, επικοινώνησε με τις οργανώσεις και περιέγραψε: «Μας φέρονταν σαν τα ζώα, άλλους τους χτυπούσαν με το κουπί, άλλους με το γκλοπ, άλλους με ξύλα, για να μας κάνουν να κάνουμε πιο γρήγορα».
Οι ίδιοι κατήγγειλαν βία ακόμα και σε ηλικιωμένο: «Τον πέταξαν μέσα στη βάρκα και όταν προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί και να τους πει να μην κάνουν έτσι, τον χτύπησαν με το κουπί στα πόδια και στη μέση για να τακτοποιηθεί γρήγορα».
Όπως τονίζουν οι οργανώσεις, «ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι αναφέρεται από κάποιους πρόσφυγες η συμμετοχή στις περιγραφόμενες πρακτικές προσώπων που φορούν διακριτικά, τα οποία δεν παραπέμπουν ούτε σε αστυνομικές αρχές αλλά ούτε και στον στρατό».
Επίσης, τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτές τις πρακτικές φέρονται να μιλούν άλλοτε την ελληνική γλώσσα και άλλοτε άλλες γλώσσες, ενώ φέρουν και διαφορετικό ρουχισμό, άλλοτε στρατιωτικό και άλλοτε αστυνομικό.
Συμπληρώνουν, δε, ότι «σε πλείστες περιπτώσεις προσώπων, τα οποία εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια προκειμένου να αιτηθούν διεθνή προστασία και τα οποία επικοινωνούν με τις οργανώσεις μας φοβούμενα την επαναπροώθησή τους στην Τουρκία, οι αρμόδιες αρχές αρνούνται απερίφραστα ότι έχουν συλλάβει άτομα με τα στοιχεία που αναφέρουμε, και τελικώς τα πρόσωπα αυτά επαναπροωθούνται».
Οι οργανώσεις ζητούν από τις αρμόδιες αρχές να ερευνήσουν τα περιστατικά και να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια παραβιάζει το εθνικό, ενωσιακό και διεθνές δίκαιο.