Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι οι αριθμοί δεν λένε πάντα όλη την αλήθεια ή ότι υπάρχουν πολλοί αριθμοί που αποκαλύπτουν διαφορετικές αλήθειες.
Αν κάποιος περιοριστεί στα ευρήματα της τελευταίας Έκθεσης του ΟΟΣΑ για τα φορολογικά βάρη, που αφορούν στους ισχύοντες συντελεστές ή στη μέση φορολογική επιβάρυνση, μπορεί να πει ότι με εξαίρεση τη φοροεπιδρομή στην κατανάλωση, οι Έλληνες δεν υποφέρουν από υπερφορολόγηση, καθώς βρίσκονται κάπου στη μέση- ή λίγο παραπάνω- της κλίμακας των χωρών της Ευρωζώνης. Αυτό που βρίσκεται, όμως, στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, είναι το πώς ακριβώς μοιράζονται αυτά τα φορολογικά βάρη και κάπου εδώ ανατρέπονται όλα.
Από τα ετήσια στατιστικά στοιχεία, που δημοσιεύει η ΑΑΔΕ, είναι εμφανές ότι λίγοι πληρώνουν πολλούς φόρους. Ωστόσο, η μελέτη του Επίκουρου καθηγητή Βασίλη Ζουμπουλίδη, η οποία συμπεριλαμβάνεται στις θέσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου για τον Προϋπολογισμό, πραγματικά προκαλεί σοκ:
• Το 90% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων το επωμίζεται το 19% των φορολογούμενων
• Το 83% του φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων το καταβάλλει το 4,5% των νομικών προσώπων
• Το 66% του φόρου κατοχής ακινήτων επιβαρύνει το 33% των ιδιοκτητών
Πρόκειται για την απόλυτη στρέβλωση, ειδικά στο πεδίο της φορολογίας φυσικών προσώπων, με αποτέλεσμα- όπως σημειώνει και ο Β. Ζουμπουλίδης- να μειώνονται σταδιακά οι εισπράξεις από τις συγκεκριμένες ομάδες φορολογούμενων. Κι αυτό αποτυπώνεται και στα στοιχεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία, που αποτυπώνουν τη φοροδοτική κόπωση κυρίως των μεσαίων και πάνω απ’ όλα συνεπών φορολογούμενων.
Η εικόνα γίνεται πιο αποκαλυπτική, εάν κάνει κανείς την αναγωγή σε απόλυτους αριθμούς: περίπου 1,6 εκατομμύρια φορολογούμενοι βάζουν το χέρι στην τσέπη και πληρώνουν τα 7,6 δις από τα προβλεπόμενα 8,5 δις ευρώ του φόρου εισοδήματος!
Τα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσε κανείς με κυνισμό να τα κατατάξει στην κατηγορία των «ακαδημαϊκών στατιστικών», ωστόσο αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι που θα δυσκολέψουν όποιον επιχειρήσει να ματαιώσει την προγραμματισμένη μείωση του αφορολογήτου για το 2020.
Αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι που έχει επικαλεστεί το ΔΝΤ αλλά και Ευρωπαίοι τεχνοκράτες, προκειμένου να πιέσουν για την ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, έτσι ώστε παράλληλα να καταστεί δυνατή η μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Αυτά ακριβώς τα στοιχεία, που δείχνουν ότι περίπου 3 εκατ. φυσικά πρόσωπα είναι καλυμμένα πίσω από το αφορολόγητο, δίνουν το χαρακτήρα του «διαρθρωτικού» στο μέτρο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2017, διαφοροποιώντας το από το αυστηρά δημοσιονομικό μέτρο της μείωσης των συντάξεων. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι η «καυτή πατάτα» που θα πάρει στα χέρια του ο υπουργός Οικονομικών- όποιος κι αν είναι αυτός- όταν θα πρέπει να φέρει τον επόμενο Προϋπολογισμό.
Η μελέτη του Β. Ζουμπουλίδη λέει κι άλλα. Λέει κατ’ αρχάς ότι η μείωση της φορολογίας, ειδικά στα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια θα έχει πιο έντονο θετικό αποτέλεσμα στην κατανάλωση λόγω της μεγαλύτερης ροπής προς κατανάλωση αυτών των κλιμακίων σε σχέση με τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Λέει, επίσης, ότι η μείωση της φορολογίας είναι αυτοχρηματοδοτούμενη.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη των Harald Uhlig και Mathias Trabandt, αν το Κράτος μειώσει τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων, το 50% αυτής της μείωσης θα αυτοχρηματοδοτηθεί από την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ άλλη μελέτη (Michael Heise) ανεβάζει το ποσοστό αυτοχρηματοδότησης στο 60% λόγω της χρήσης αυτού του εισοδήματος σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση αγαθών κι υπηρεσιών...