Μπορεί η οδηγία για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο να ισχύει από την 21η Μαρτίου του 2016 ωστόσο αυτό δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν τη νομιμότητα και τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο των δανειακών συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από το 2016.
Αυτό επισημαίνει ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβκσις απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή, Δημήτρη Παπαδημούλη.
Στην απάντησή του ο Β. Ντομπρόβσκιςτονίζει εκ μέρους της Κομισιόν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη «να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνουν οι καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης», βάσει της οδηγίας 2014/17/ΕΕ, την οποία επικαλέστηκε ο Δημ. Παπαδημούλης στην ερώτησή του περί «θεσμοθέτησης εθνικών λύσεων για την περαίωση της μακροχρόνιας εκκρεμότητας των συγκεκριμένων δανείων, με γνώμονα την ενιαία και ολιστική αντιμετώπιση τραπεζών και δανειοληπτών στα πλαίσια της Τραπεζικής Ένωσης».
Αναλυτικά η απάντηση του αντιπροέδρου της Κομισιόν
Η οδηγία για την ενυπόθηκη πίστη (ΟΕΠ) απαιτεί από τα κράτη μέλη να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνουν οι καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης.
Η οδηγία ισχύει για ενυπόθηκα δάνεια που χορηγήθηκαν από την 21η Μαρτίου 2016. Ωστόσο, αυτό δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν τη νομιμότητα και τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο των δανειακών συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από το 2016.
Ειδικότερα, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποφασίσουν εάν οι ειδικές ρήτρες των εν λόγω συμβάσεων συμμορφώνονται με την οδηγία 93/13/EEC και εάν οι εμπορικές πρακτικές των εμπορευομένων συμμορφώνονται με την οδηγία 2005/29/EC, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις, και να λάβουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης, όπου απαιτείται.
Στο πλαίσιο αυτό, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε συγκεκριμένα ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, εφόσον διαθέτουν τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.
Στο πλαίσιο της εν λόγω εκτίμησης, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφασίσουν εάν μια ρήτρα, που έχει τεθεί σε σύμβαση δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα και που επιρρίπτει όλο τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, δημιουργεί «σημαντική ανισορροπία» μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και, ως εκ τούτου, εάν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική.