«Διαχειριστής της περιουσίας μας ήταν ο Ακης», υποστήριξε η Βίκυ Σταμάτη στην ανωμοτί κατάθεσή της ενώπιον των εισαγγελέων τον Ιούλιο του 2011 η οποία συμπεριλαμβάνεται στην πολυσέλιδη δικογραφία για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στην υπόθεση των περιουσιακών στοιχείων του πρώην υπουργού Άκη Τσοχατζόπουλου.
Αποδίδει μάλιστα στον σύζυγό της όλες τις οικονομικές συναλλαγές της οικογένειας. Για το νεοκλασικό που διατηρεί στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τον τρόπο, που το απέκτησε αναφέρει:
«Με το υπ' αριθμ. 15867 του 2010 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μ. Κολοβού απέκτησα το λεπτομερώς στο ανωτέρω συμβόλαιο ανεφερόμενο ακίνητο επί της οδού Αρεοπαγίτου αντί του τιμήματος 1.100.000 ευρώ. Όπως προκύπτει από το ανωτέρω συμβόλαιο, χρηματικό ποσό 450.000 ευρώ είχε ήδη καταβληθεί στην πωλήτρια σε μετρητά κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, ενώ το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των 650.000 ευρώ επρόκειτο να εκταμιευτεί κατόπιν δανειοδοτήσεως από την τράπεζα Eurobank.
Σε κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα ή περιουσιακή διαχείριση που αφορούσε την οικογένεια που δημιούργησα με τον Απ. Τσοχατζόπουλο (ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεως γάμου) συμπεριλαμβανομένης και της αγοραπωλησίας ουδεμία συμμετοχή είχα. Σε αυτό το πλαίσιο κάθε είδους ενέργεια που σχετιζόταν με το συγκεκριμένο ακίνητο (εύρεση ακινήτου, αρχική μίσθωση, επισκευές συμφωνίες κ.λ.π.) είχε αναληφθεί από τον σύζυγο μου. Για την αγορά του ακινήτου ελήφθη δάνειο διάρκειας 300 μηνών ύψους 850.000 ευρώ και προς εξασφάλιση της απαιτήσεως ενεγράφη υποθήκη.... Ο λόγος, που αγοράσθηκε στο όνομά μου και με εγγυητή τον σύζυγο μου, ήταν ο χρόνος αποπληρωμής, δηλαδή η 25ετία... Ως προς την ύπαρξη οποιωνδήποτε τραπεζικών καταθέσεων ή άλλων προϊόντων που ενδέχεται να υπήρξαν κατά το παρελθόν στο όνομά μου την διαχείριση είχε αναλάβει ο σύζυγος μου. Η αγορά του ακινήτου της Δ. Αρεοπαγίτου σε σχέση με τα εισοδήματα του συζύγου μου ήταν απολύτως δικαιολογημένη ώστε να μην είναι δυνατή η δημιουργία οποιασδήποτε απορίας τόσο σε εμάς ή σε τρίτο πρόσωπο για την δυνατότητα αγοράς του ακινήτου...»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανωμοτί κατάθεση της Ευφροσύνης Λαμπροπούλου, λογίστριας του Ακη Τσοχατζόπουλου και εκπροσώπου της υπεράκτιας Blue Bell SA, μέσω της οποίας αγοράστηκε το ακίνητο της Δεινοκράτους στο Κολωνάκι, αλλά και εταιρεία, που δέχθηκε μίζα 16 εκ. Ελβετικών φράγκων για την προμήθεια των πυραλύλων ΤΟΡΜ - 1. Υποστηρίζει ότι η υπεράκτια αυτή ανήκε στον εξάδελφο του πρώην υπουργού Νικ. Ζήγρα και αναφέρει ότι «στο πελατολόγιο μου περιλαμβάνονται τουλάχιστον 2.000 φορολογούμενοι μεταξύ των οποίων υπουργοί, βουλευτές και δημοσιογράφοι».
Εξηγεί ότι «Η γνωριμία μου με τον τέως υπουργό ξεκινάει από τα μέσα της δεκαετία του 1970 αρχικά ως κοινωνική και πολιτική και εν συνεχεία και ως επαγγελματική. Αφού είμαι επί τρεις δεκαετίες η ίδια φοροτεχνικός του ιδίου και της οικογενείας του. Τον Οκτώβριο του 1998 ο τότε γνωστός μου από την θητεία του ως στελέχους της Βαλκαν Εξπόρτ Νικόλαος Ζήγρας μου ανέθεσε την λογιστική παρακολούθηση της εξωχώριας εταιρείας συμφερόντων του με την επωνυμία BLUE BELL SA, η οποία δραστηριοποιείτο στην εκμετάλλευση ακινήτων στην Ελλάδα και είχε ήδη στην κυριότητα του της οδού Δεινοκράτους».
Υποστηρίζει επίσης ότι την εκπροσώπηση της εταιρείας ανέλαβε μόνο για 10 ημέρες για την χορήγηση από την αρμόδια ΔΟΥ ΑΦΜ και στη συνέχεια εκπρόσωπος ορίστηκε ο Ευτύχιος Ατσοπάρδης. Και η λογιστική παρακολούθηση της άλλη υπεράκτιας εταιρείας Torcaso ανατέθηκε, κατά δική της ομολογία, στην κ. Λαμπροπούλου αυτή τη φορά κατά σύσταση δικηγόρου από την Κύπρο τον Μάιο του 2000. Αλλά και η τρίτη εμπλεκόμενη εταιρεία στην αγορά του ακινήτου της Αρεοπαγίτου, Nobilis, ανατέθηκε στην κ. Λαμπροπούλου τον Νοέμβριο του 2004 κατά σύσταση του γιατρού και μονίμου κατοίκου των ΗΠΑ, Ν. Γεωργουλάκη. Με ειδικό όμως πληρεξούσιο συνυπέγραψε ως εκπρόσωπος της εταιρείας μισθωτήριο με τον κ. Τσοχατζόπουλο τον Ιανουάριο του 2007. Καταθέτει επίσης ότι τον Απρίλιο του 2010 έμαθε για την αγορά του σπιτιού από τον πρώην υπουργό.
Το κουβάρι της υπόθεσης άρχισε ωστόσο να ξετυλίγεται τον περασμένο Ιούλιο όταν εμφανίστηκε αυθορμήτως στις εισαγγελείς Κυβέλου και Σίσκου ο επιχειρηματίας Οράτιος Μελάς μέσω λογαριασμών του οποίου σύμφωνα με το κατηγορητήριο διακινήθηκαν μέρος των μιζών από το σκάνδαλο των υποβρυχίων.
Ο κ. Μελάς στην κατάθεσή του αναφέρει ότι «Είμαι ιδιοκτήτης της εδρεύουσας στον Παναμά εταιρείας Morellia Trading S. Α., που συστήθηκε το 1993 και την οποία εκπροσωπώ από κοινού με τον Κων. Αντωνιάδη. Αντικείμενο δραστηριότητας της παραπάνω εταιρείας είναι μεταξύ άλλων οι χρηματιστηριακές εργασίες. Το 1999 γνώρισα μέσω φίλου μου κοσμηματοπώλη τον Νικ. Ζήγρα, ο οποίος μου συστήθηκε ως ξυλέμπορος με διασυνδέσεις στο εξωτερικό και ως εκπρόσωπος ομίλου επενδυτών από αραβικές χώρες, που ήθελαν να κάνουν επενδύσεις στην Ελλάδα. Μου ζήτησε να τον εξυπηρετούμε καταβάλλοντας σε λογαριασμό μας στο εξωτερικό συνάλλαγμα και δίνοντας του το αντίστοιχο ποσό σε δραχμές στην Ελλάδα και σε μετρητά. Αυτό γινόταν επανειλημμένως από το 1999 μέχρι το 2006. Τα ποσά ήταν της τάξης 150-300.000 ευρώ περίπου.
Από τα πρόσφατα δημοσιεύματα στον Τύπο πληροφορήθηκα ότι η εταιρεία Morellia φέρεται να εμπλέκεται στη διανομή μιζών από τη σύμβαση των υποβρυχίων με γερμανική εταιρεία. Στα δημοσιεύματα είδα να αναφέρεται λογαριασμός στην τράπεζα Morgan Stanley της Ελβετίας με κωδικό «Κύρος». Ειδικότερα είδα λίστα του περιοδικού Spiegel και στο οποίο αναφερόταν ότι ποσά 890.000 και 2.070.000 ελβετικών φράγκων μεταφέρθηκαν από λογαριασμό, που τηρούσε η εταιρεία ΜΙΕ στην τράπεζα UBS στη Λουκέρνη σε λογαριασμό της εταιρείας μας στην τράπεζα Credit Lyonnais στην Ελβετία και σε λογαριασμό του γιου μου Κύρου Μελά στην τράπεζα Morgan Stanley αντίστοιχα. Αμέσως απευθυνθήκαμε στην τράπεζα Credit Lyonnais η οποία μας επιβεβαίωσε την κίνηση αυτή... Καταλάβαμε ότι επρόκειτο για κατάθεση, που έγινε με εντολή του Νικ. Ζήγρα, διότι ήταν η μόνη περίπτωση εξυπηρέτησης πελάτη μας για τόσο μεγάλο ποσό... Τα χρήματα αυτά αποδόθηκαν στον κ. Ζήγρα, όπως είχαμε συμφώνησε κατά ένα μέρος (1.455.000 ελβετικά φράγκα) με έμβασμα από τον λογαριασμό του Κύρου Μελά στην τράπεζα Morgan Stanley και κατά το υπόλοιπο μέρος (1.000.000 ευρώ) σε μετρητά στην Ελλάδα. Επισυνάπτω αντίγραφο κίνησης στην Eurobank...»
Ο κ. Μελάς επέμεινε πως κανένα έμβασμα δεν έγινε από λογαριασμό του από λογαριασμό του γιου του σε λογαριασμό της εταιρείας Torcaso στην Κύπρο ή αλλού.