Tρία χρόνια πέρασαν από τότε που η διεθνής κοινότητα των 190 χωρών του ΟΗΕ ψήφιζε στο Παρίσι σε πελάγη ευφορίας και μετά από πολύχρονες διαπραγματεύσεις την νομικά δεσμευτική Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή.
Όλες οι χώρες, πλούσιες ή φτωχές, δεσμεύονταν να διαμορφώσουν μια εθνική πολιτική δράση, έτσι ώστε η άνοδος της θερμοκρασίας της γης να μην ξεπεράσει τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Επιπλέον, συμφωνήθηκε οικονομική συνεισφορά από τις πλούσιες προς τις φτωχές χώρες ύψους 100 δις δολαρίων ετησίως από το 2020.
Τι απέγινε με αυτά τα σχέδια;. Στην πόλη Κατοβίτσε της Πολωνίας ξεκίνησε χθες μια ακόμη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα, η COP24, όπως αποκαλείται συντετμημένα, με εκπρόσωπους των χωρών του διεθνούς οργανισμού, αλλά η ευφορία έχει εξανεμιστεί. Τον Ιούνιο του 2017, οι ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ έδωσαν το κακό παράδειγμα. «Ως πρόεδρος είμαι υπόλογος μόνο έναντι των ανθρώπων στην Αμερική», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος. «Η Συμφωνία των Παρισίων υπονομεύει την οικονομία μας, παραλύει τους εργαζόμενούς μας και παραβιάζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Συμπεριλαμβάνει απαράδεκτους νομικούς κινδύνους και μας αδικεί απέναντι σε άλλες χώρες. Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τη Συμφωνία των Παρισίων». Το αμερικανικό παράδειγμα ακολουθούν κι άλλες χώρες, το Ιράκ, το Ιράν ή η Ρωσία. Εθνικιστικές και δεξιές κυβερνήσεις, όπως της Αυστραλίας και της Βραζιλίας, ούτε θέλουν να ακούσουν για μέτρα και κλιματική αλλαγή.
Όμως η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή IPCC με 900 διεθνείς επιστήμονες έκρουσε και πάλι πρόσφατα τον κώδωνα κινδύνου: το λιώσιμο των πάγων, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η ξηρασία και οι πλημμύρες συνεχίζονται, αναφέρεται στην έκθεσή τους. Ακόμη και οι αμερικανικές Αρχές απηύθυναν δραματική έκκληση για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Από χθες στο Κατοβίτσε η διεθνής κοινότητα προσπαθεί να πιέσει για την αναγκαιότητα λήψης μέτρων. «Οι χώρες που δραστηριοποιούνται περισσότερο είναι οι φτωχές που υφίστανται και τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», υποστηρίζει ο Λουτς Βάιτσερ, ακτιβιστής από την περιβαλλοντική οργάνωση Germanwatch. «Υπάρχει ένας συνασπισμός μικρών νησιωτικών χωρών και φτωχών υπό ανάπτυξη χωρών που έχουν στόχους και επενδύουν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Χώρες που λόγω της εξάρτησής τους από ορυκτά καύσιμα βρίσκονται υπό πίεση είναι αυτές που φρενάρουν».
Ελλείψει στήριξης από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού πολλά εξαρτώνται από την ΕΕ. Αλλά και εκεί η πρόσληψη του κινδύνου γίνεται με διαφορετικό τρόπο. Κυρίως στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης εκφράζονται ανησυχίες για τυχόν επιπτώσεις στις οικονομίες τους.
Πηγή: Deutsche Welle