Δηλώνει «παιδί της τηλεόρασης» και σχολιάζει τις σημερινές εκπομπές που ασχολούνται με το αν το μποτάκι ταιριάζει με τη φούστα.
Παραλίγο ψυχολόγος, μπήκε στη σχολή του Εθνικού λέγοντας ψέματα στους γονείς του και με την ίδρυση του Ελεύθερου Θεάτρου, άλλαξε τη θεατρική δομή του τόπου. Πρόσωπο κλειδί στην πορεία του, η Κατίνα Παξινού, που τον είδε σε μία σχολική παράσταση.
Ο καταξιωμένος ηθοποιός Κώστας Αρζόγλου πρωταγωνιστεί στο πολυβραβευμένο θεατρικό έργο του Richard Kalinoski «Το κτήνος στο φεγγάρι» κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Σημείο. «Είναι η ιστορία του Αράμ και της Σέτα, δύο Αρμένιων προσφύγων στις ΗΠΑ του Μεσοπολέμου, που επιβίωσαν από τη γενοκτονία του 1915 από τους Τούρκους και παλεύουν να χτίσουν μία νέα ζωή στην Αμερική» αναφέρει στο iefimerida ο Κώστας Αρζόγλου, παρουσιάζοντας το έργο.
«Ο Αράμ είναι ένας άντρας που έχει μεγαλώσει με τέτοιο τρόπο που θεωρεί χρέος του να κάνει έναν γιο. Όχι απλά ένα παιδί, αλλά γιο. Έτσι μόνο θα υπάρξει στο μυαλό του οικογενειακή συνέχεια. Αυτή είναι μία άκαμπτη νοοτροπία, η οποία έρχεται σε σύγκρουση με τη νοοτροπία της Σέτα, της κοπέλας που αποφασίζει να παντρευτεί από μία φωτογραφία. Μόνο που η φωτογραφία αυτή είναι λάθος και ο Αράμ βρίσκεται παντρεμένος με μια γυναίκα που δεν διάλεξε ποτέ. Και επιπλέον αυτή η γυναίκα αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να κάνει παιδί. Για εκείνη το θέμα της δημιουργίας μιας οικογένειας δεν έχει να κάνει με το πώς θα αποκτηθεί ο γιος, αλλά το πώς θα επικοινωνήσουν οι δυο τους. Τότε μπαίνει στη ζωή τους ένα μικρό αγόρι, ο Βίνσεντ».
Το έργο απαντά στον εθνικισμό δείχνοντας την οπτική των μεταναστών
«Ενα έργο που απαντά στον εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία με πράξεις. Ο Αράμ και η Σέτα είναι μετανάστες από την Αρμενία. Ο μικρός Βίνσεντ είναι μετανάστης από την Ιταλία. Βλέπουμε λοιπόν την ανάγκη τους να ενταχθούν μέσα στην αμερικάνικη κοινωνία. Ο εθνικισμός αφορά αυτούς που είναι ήδη σε μία πατρίδα και δεν δέχονται αυτούς που έρχονται. Το έργο απαντά στον εθνικισμό δείχνοντας την οπτική των μεταναστών, την ανάγκη τους να ενταχθούν σε μία κοινωνία και όχι να κλέψουν ή να σκοτώσουν. Ο δικός τους ο πόθος είναι η ένταξή τους σε αυτή τη νέα ζωή. Το έργο είναι έως και επικίνδυνα επίκαιρο».
Επι σκηνής παρέα με δύο νέα παιδιά (Βαγγέλης Παπαδάκης – Σοφία Λιάκου) και μάλιστα ο ένας εκ των δύο (Βαγγέλης Παπαδάκης) σκηνοθετεί την παράσταση. «Δεν μπορώ να παραστήσω ότι δεν ξέρω τίποτα, αλλά από την άλλη δεν έρχομαι με το τουπέ του ανθρώπου που ξέρει τα πάντα. Αυτό που ζητάω από έναν σκηνοθέτη είναι τη ματιά του. Ο Βαγγέλης Παπαδάκης το προσφέρει αυτό. Μου δίνει τη δυνατότητα να υποστηρίξω τη ματιά του. Αυτό που με κέντρισε ήταν η καλή ποιότητα του ίδιου, αλλά και μια ιδέα που έφερε στο τραπέζι και έχει να κάνει με τις μνήμες αυτού του ανθρώπου που μας λέει την ιστορία και τον οποίο υποδύομαι εγώ. Αυτός λοιπόν δεν είναι ένας απλός αφηγητής. Είναι ένα πρόσωπο που έχει χαρακτήρα, έχει μνήμες… Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα patchwork του ρεαλισμού του μυαλού μας. Η σκηνοθετική ματιά έχει να κάνει με αυτή την ανάγνωση του έργου».
Ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το θέατρο κ. Αρζόγλου; «Από 15 χρόνων είχα βάλει στόχο να σπουδάσω ψυχολογία. Ήμουν όμως και πάρα πολύ καλός αθλητής στον στίβο. Οι γονείς μου όμως δεν είχαν στείλει τον γιο τους σ’ ένα ακριβό σχολείο για να γίνει αθλητής, γιατί τότε οι αθλητές πεθαίνανε στην ψάθα. Φωνάξανε λοιπόν έναν καρδιολόγο στο σπίτι για να με εξετάσει μετά από μία προπόνηση και εκείνος απεφάνθη ότι δεν πρέπει να κάνω ούτε απλή γυμναστική. Τελικά μετά από 20 χρόνια κατάλαβα ότι αυτό ήταν στημένο. Τότε όμως δεν είχα ιδέα. Έπρεπε λοιπόν να μένω στη βιβλιοθήκη του σχολείου την ώρα που οι συμμαθητές μου έκαναν γυμναστική. Ε, δεν άντεξα και πολύ. Ίδρυσα έναν όμιλο θεατρικό στο κολλέγιο, όπου ήμασταν όλοι κι όλοι τρεις άνθρωποι. Έκανα μια παράσταση με δύο μονόπρακτα του Τσέχωφ, που το ένα το έπαιζα και το άλλο το σκηνοθετούσα. Αυτή την παράσταση έτυχε να τη δει η Παξινού, γιατί ήταν γιαγιά του φίλου μου, που έπαιζε στην ομάδα, που δεν ήταν άλλος από τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο. Ήρθε λοιπόν να δει τον εγγονό της. Εγώ έτρεμα σαν το ψάρι και τη θυμάμαι μετά να μου κρατάει τα χέρια και να μου λέει φοβερά πράγματα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι μου έλεγε, μόνο τις φλέβες των χεριών της όπως με έσφιγγε μέσα στον ενθουσιασμό της. Έτσι μπήκα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και έπαιξα πια τη δική μου φάρσα στους γονείς μου λέγοντας τους ότι πηγαίνω στη Φιλοσοφική Σχολή, ενώ έκανα πρόβες στο Εθνικό».
Το Ελεύθερο Θέατρο γεννήθηκε από την επιθυμία μας για έρωτα
Κι αμέσως μετά σχεδόν την αποφοίτησή σας από το Εθνικό ιδρύεται το Ελεύθερο Θέατρο και είστε από τα ιδρυτικά του μέλη. «Στην αρχή ήμασταν ο Μηνάς Χατζησάββας, ο Νίκος Σκυλοδήμος, η Υβόννη Μαλτέζου, εγώ, η Άννα Μιχαλιτσιάνου, που μετά έγινε δημοσιογράφος κι ένας σκηνογράφος, ο Γιάννης Λεκκός. Είχαμε πιάσει ένα σπίτι αρνούμενοι το πατρικό μας. Ήμασταν όλοι ερωτευμένοι με όλους. Το Ελεύθερο Θέατρο γεννήθηκε από αυτή την επιθυμία μας και τον «έρωτά» μας και ταυτόχρονα την απελπισία μας, γιατί δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα. Παίζαμε για να αρέσουμε ο ένας στον άλλον, όχι για να αρέσουμε στο κοινό. Υπήρχε μία πρωτοπορία όχι μόνο πολιτική, αλλά και αισθητική. Αυτό που έγινε στο Άλσος Παγκρατίου ήταν μία παραφυάδα αυτού που γέννησε ο Μάης του ’68. Κι ο Μάης του 68 δεν είναι μόνο εξεγέρσεις, είναι μία αλλαγή νοοτροπίας απέναντι στις σχέσεις των φύλων, είναι μία επένδυση στο «μαζί», την αυτοδιαχείριση, την ισότητα»
«Για μήνες συζητούσαμε ποιο έργο θα ανεβάσουμε και πώς. Και ταυτόχρονα πεινάγαμε. Θυμάμαι, στην πρώτη μας παράσταση με είχαν ορίσει υπεύθυνο τύπου και είχαμε κάνει μία συνέντευξη τύπου και λέγαμε ότι εμείς δεν είμαστε κυρίαρχα εναντίον του Παττακού ή του Παπαδόπουλου, αλλά εναντίον του μικροαστισμού των Ελλήνων. Και αυτοαποκαλούμασταν ως το μόνο ζωντανό κύτταρο. Φαντάσου, θράσος! Την ίδια εποχή ο Κουν έκανε σπουδαία πράγματα στο Τέχνης και καταλαβαίνεις τι ντροπή νιώσαμε όταν μετά από αυτή τη δήλωση, ο Κουν ήρθε να μας δει μαζί με τους πιο στενούς συνεργάτες του, στην «Όπερα της Πεντάρας» στο θέατρο Βέμπο».
Ήταν φτωχά τότε, αλλά αυτή η φτώχεια είχε πολύ μεγάλη φαντασία
«Τι κρατάω από όλα αυτά τα χρόνια; Ξέρετε, υπάρχουν πράγματα που έχω κάνει και πράγματα που δεν έχω κάνει. Η Αλίκη, ας πούμε, με είχε φωνάξει να παίξω στο «Καμπαρέ» το 1978 και αρνήθηκα. Κανείς δεν της είχε αρνηθεί. Είπα όχι όμως, γιατί ανήκα στο Ελεύθερο Θέατρο, σε μία ομάδα. Τελικά δούλεψα μαζί της 15 χρόνια μετά. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξέρανε απίστευτα πολλά πράγματα. Είχαν πάθει και είχαν μάθει. Θυμάμαι όταν δούλευα με τη Λαμπέτη καθόμουν στην κουίντα και τη χάζευα. Έναν μονόλογο που είχε τον έλεγε κάθε φορά αλλιώς. Της λέω μια μέρα: «Χθες είχες πει αυτό, μην το χάσεις». Και γυρίζει και μου λέει: «Το ταλέντο δεν είναι να τα λες όλα. Το ταλέντο είναι να ξέρεις να κόβεις». Μπορεί μια μέρα να έφευγε μία ολόκληρη φράση από το κείμενο. Ανάλογα με τον τόνο και τη διάθεση της κάθε παράστασης. Ήξερε το ρεζουμέ αυτού που έλεγε, δεν ήξερε το κείμενο αυτολεξεί».
Το να ξοδεύει κανείς μία ώρα της ημέρας του βλέποντας κάτι κοπέλες που ασχολούνται με το αν το μποτάκι κολλάει με τη φούστα, δεν υπήρχε τότε στην τηλεόραση
«Δεν είμαι από αυτούς που ωραιοποιούν το παρελθόν. Ήταν φτωχά τότε, αλλά αυτή η φτώχεια είχε πολύ μεγάλη φαντασία. Τώρα δεν υπάρχει αυτό. Τότε ψάχναμε μανιωδώς να βρούμε τρόπο να κάνουμε κάτι που είχαμε ονειρευτεί. Τώρα αν δεν βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος να το κάνει, όλοι παραιτούνται. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου παιδί της τηλεόρασης. Δεν πρόλαβα τον ελληνικό κινηματογράφο την περίοδο που η Ελλάδα παρήγαγε 100-120 ταινίες τον χρόνο. Αυτό που βλέπω λοιπόν σήμερα στην τηλεόραση είναι ότι έχουν παρεισφρήσει κάποιες αισθητικές που είναι βλακώδεις. Το να ξοδεύει κανείς μία ώρα της ημέρας του βλέποντας κάτι κοπέλες που ασχολούνται με το αν το μποτάκι κολλάει με τη φούστα, δεν υπήρχε τότε στην τηλεόραση. Και δεν μου έλειπε καθόλου που δεν υπήρχε. Έλεος! Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι χάλια. Λείπει όμως ένα «Θέατρο της Δευτέρας». Δεν είναι χαζό το BBC που κάνει ένα κλασικό, ωραίο, γεμάτο ανέβασμα όλου του Σαίξπηρ. Αυτή η βάση λείπει από την ελληνική τηλεόραση και είμαστε συνέχεια σαν να ζούμε στο ρετιρέ του θεάματος χωρίς να έχουμε όμως φροντίσει να υπάρχει πιλοτή».
ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ του Richard Kalinoski
Το μέλλον πάνω στα συντρίμμια του παρελθόντος, σε μνήμες που έχουμε ήδη απολέσει. Υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες οι δύο κεντρικοί ήρωες παλεύουν να κάνουν μία νέα αρχή. Ο Βίνσεντ, είναι ο απόγονος αυτής της προσπάθειας που στέφθηκε με επιτυχία. Είναι η συνείδηση όλων μας που μας υπενθυμίζει από την μία πόσο τρομακτική είναι η φύση του ανθρώπου και από την άλλη πόσο ικανοί είμαστε να παλέψουμε ενάντια στην φύση μας αυτή, κόντρα σε όλα τα «κτήνη στο φεγγάρι», για να διασώσουμε κάθε εναπομένουσα ελπίδα.
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Θέατρο Σημείο, (Χαριλάου Τρικούπη 2, Καλλιθέα, τηλ. 210 9229579)