Πριν από ένα μήνα, ρεπορτάζ του BBC «έριξε αλάτι» στις – πάντα ανοιχτές- πληγές της τραγωδίας του γηπέδου Χίλτσμπορο του Σέφιλντ, που κόστισε 96 ζωές, την 15η Απριλίου 1989.
Ακριβώς επειδή οι πληγές δεν επουλώθηκαν ποτέ, δεν χρειάστηκαν νέα στοιχεία για να εξαγριωθούν οι οικογένειες των θυμάτων. Το BBC απλώς δημοσίευσε την επιστολή ενός αξιωματούχου της Αστυνομίας, του οποίου το όνομα δεν γνωστοποιήθηκε, προς την τότε πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ.
Στην επιστολή διατυπώνεται ο ίδιος –περίπου- ισχυρισμός, τον οποίο είχε προβάλλει η Αστυνομία και τότε: Η ευθύνη για τους θανάτους και τους τραυματισμούς που προκάλεσε ο συνωστισμός πρέπει να αποδοθεί στους «μεθυσμένους οπαδούς της Λίβερπουλ, οι οποίοι εισέβαλαν στο γήπεδο χωρίς εισιτήριο». Οχι στην Αστυνομία.
Η εκδοχή αυτή δέχθηκε τρία τουλάχιστον σοβαρά πλήγματα, έπειτα από τα συμβάντα εκείνου του «μαύρου Σαββάτου» της 15ης Απριλίου 1989. Το πρώτο το ανέλαβαν οι λεπτομερείς περιγραφές ανθρώπων που ήσαν παρόντες.
Το δεύτερο πλήγμα ήταν εκείνο του δικαστή Τέιλορ, ο οποίος έδωσε στη δημοσιότητα τα σχετικά πορίσματα της έρευνάς του τον Αύγουστο του '89 και τον Ιανουάριο του '90. Ο δικαστής επέρριψε την ευθύνη στην Αστυνομία. Επισήμανε ακόμη τους κινδύνους που εγκυμονούσαν γήπεδα με πεπαλαιωμένη δομή και θέσεις όρθιων. Άλλωστε έπειτα από το Χίλτσμπορο άρχισαν να αναμορφώνονται τα αγγλικά γήπεδα και να βελτιώνονται αισθητά οι υποδομές τους.
Τρίτο πλήγμα: Υποχρεώθηκε σε ... ταραχώδη συνταξιοδότηση ο επικεφαλής αστυνομικός διευθυντής Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης στο Χίλτσμπορο. Δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι θα «λερωνόταν» έτσι το όνομα ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου, μόνο και μόνο για να εξευμενιστούν οι οικογένειες των θυμάτων, εάν οι «δίπλα», οι «γύρω» και οι «πάνω» από αυτόν δεν αναγνώριζαν, σιωπηρά έστω, ότι η Αστυνομία είχε διαπράξει εγκληματικά λάθη.
Ας ληφθεί υπόψη κάτι ακόμη: Το 1989 ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από όσα δραματικά συνέβησαν τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στο Χέιζελ (Βρυξέλλες), προτού αρχίσει ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα στη Λίβερπουλ και τη Γιουβέντους. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ, οι «Κόκκινοι», παρέμεναν εντονότατα στιγματισμένοι για το θάνατο των 39 ανθρώπων στο Χέιζελ. Ο χουλιγκανισμός φάνταζε ως η μεγαλύτερη ντροπή της Αγγλίας εκείνα τα χρόνια.
Η αγγλική κοινή γνώμη είχε την προδιάθεση να ενοχοποιήσει οπαδούς ομάδων για οτιδήποτε άσχημο θα αν συνέβαινε – ειδικά αν επρόκειτο για φίλους των «Κόκκινων».Η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» ήταν ιδανική για να «φορτωθούν» τα πάντα σε χούλιγκανς και πιθανότατα αυτό θα είχε συμβεί, χωρίς πολλές αντιρρήσεις και αντιδράσεις, εάν τα γεγονότα δεν αποδεικνύονταν τόσο «δύστροπα»...
«Βοήθησέ μας, Μπρους. Πεθαίνει κόσμος...».
Η Λίβερπουλ και η Νότιγχαμ Φόρεστ θα διασταύρωναν τα ξίφη τους εκείνο το ηλιόλουστο απόγευμα, στον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας. Οι άνθρωποι της Λίβερπουλ νωρίτερα είχαν γκρινιάξει αρκετά, για το θέμα των εισιτηρίων: Τους δόθηκαν 19.000 εισιτήρια έναντι των 24.000 που έλαβε η Φόρεστ, μολονότι ήταν φανερό ότι πολλοί περισσότεροι «Κόκκινοι» επιθυμούσαν να πάνε στο γήπεδο. Πολλοί οπαδοί της Λίβερπουλ έφθασαν στο Σέφιλντ χωρίς εισιτήρια, είτε με την προσδοκία ότι θα έβρισκαν εκεί, είτε με την ελπίδα πως θα έμπαιναν τσάμπα στο γήπεδο.
Το ματς άρχισε στις τρεις – κι άρχισε δυναμικά: Η Λίβερπουλ είχε δοκάρι, με τον Πίτερ Μπίρντσλεϊ. Το δράμα που εξελισσόταν αλλού, δεν γινόταν ακόμη αντιληπτό από τους παίκτες και το διαιτητή. Γρήγορα όμως οι ποδοσφαιριστές κατάλαβαν πως κάτι σοβαρό συνέβαινε στην κερκίδα που βρίσκεται προς την πλευρά της οδού Λέπινγκς Λέιν. Κάποιος φώναξε προς τον τερματοφύλακα των «Κόκκινων», Μπρους Γκρόμπελαρ: «Βοήθησέ μας, Μπρους. Πεθαίνει κόσμος εδώ».
Στις τρεις και έξι λεπτά ο διαιτητής Ρέι Λιούις διέκοψε το ματς και οι παίκτες έφυγαν για τα αποδυτήρια. Δυστυχώς, άλλοι άνθρωποι έφευγαν από την ίδια τη ζωή. Ο συνωστισμός ήταν αφόρητος. Κόσμος έπεφτε πάνω στο ψηλό, σιδερένιο κιγκλίδωμα, που δεν υποχωρούσε. Άνθρωποι σωριάζονταν πάνω στους ήδη πεσμένους κι ακινητοποιημένους. Τραυματίστηκαν σοβαρά 170 -200 άτομα.
Άλλα πλήττονταν από εγκεφαλικές βλάβες, εξ αιτίας της έλλειψης οξυγόνου.
Κάποιοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα κιγκλιδώματα, οι περισσότεροι όχι. Τελικά, μέσα από ένα άνοιγμα, πολύς κόσμος κατόρθωσε να βρεθεί στον αγωνιστικό χώρο. Το τερέν έμοιαζε με «νοσοκομείο εκστρατείας», αλλά οι ιατρικές υπηρεσίες του γηπέδου έδειχναν σταγόνες ελπίδας σε μια θάλασσα πόνου και απόγνωσης. Εκείνη την ημέρα έχασαν τη ζωή τους 95 άτομα. Ένα ακόμη υπέκυψε αργότερα.
Πώς και γιατί προκλήθηκε τέτοιος συνωστισμός; Μια άκρως ενδιαφέρουσα αναλυτική περιγραφή κάνει ο γνωστός δημοσιογράφος, συγγραφέας και διευθυντής του περιοδικού «New Statesman», Τζέισον Κόουλι, στο βιβλίο του «Το τελευταίο παιχνίδι». (Πρόκειται για το ντέρμπι Λίβερπουλ – Άρσεναλ που έγινε αργότερα, στις 26 Μαΐου 1989, και το οποίο έκρινε την τίτλο του πρωταθλήματος – προς όφελος των Λονδρέζων).
Ο Κόουλι είναι ένθερμος οπαδός της Άρσεναλ. Δεν είχε εκ των προτέρων διάθεση να «βγάλει λάδι» τους οπαδούς της Λίβερπουλ, μα ούτε και καμία προκατάληψη εναντίον τους. Ερεύνησε, έμαθε και έγραψε μεταξύ άλλων:
«Γνωρίζουμε ότι ο συνωστισμός έξω από το Χίλτσμπορο επιδεινώθηκε από την κυκλοφοριακή συμφόρηση που προκλήθηκε λόγω των έργων οδοποιίας, αλλά και λόγω της αργοπορημένης άφιξης των λεωφορείων με τους οπαδούς της Λίβερπουλ. Επιπλέον, η αυστηρή αστυνόμευση έξω από το γήπεδο περιόριζε την κίνηση και την ομαλή ροή των οπαδών»
Το μοιραίο άνοιγμα μιας πύλης...
Τι θα διαφορετικό θα μπορούσε ή θα έπρεπε να έχει γίνει; Ο Κόουλι τονίζει: «Παρά το γεγονός ότι η τραγωδία βρισκόταν σε εξέλιξη πριν από την έναρξη του παιχνιδιού και τόσος κόσμος συνωστιζόταν έξω από τα τουρνικέ των σημείων εισόδου στο γήπεδο, δεν υπήρξε καμία απόφαση για καθυστέρηση της έναρξης του ματς. Μια απλή και λογική απόφαση που θα είχε μειώσει τη ανυπομονησία όσων αγωνιούσαν να προλάβουν τη σέντρα».
Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Τον Μάιο του 1989 η εφημερίδα «Liverpool Echo» δημοσίευσε ρεπορτάζ, που καταλόγιζε στον υπεύθυνο αστυνομικό διευθυντή Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ μια πολύ κακή ιδέα: Το άνοιγμα μιας πύλης, μπροστά από την κερκίδα του γηπέδου που βρισκόταν προς την οδό Λέπινγκς Λέιν.
Πιθανότατα αυτή η κίνηση ήταν που έκανε απελπιστικά τα πράγματα. Μέσω αυτής της πύλης, οι οπαδοί της Λίβερπουλ βρέθηκαν στη σήραγγα που περνούσε κάτω από τη δυτική κερκίδα του γηπέδου κι έπεσαν - σαν ανθρώπινο κύμα - σε δυο σημεία ελέγχου, τα οποία ήταν ήδη πλημμυρισμένα από κόσμο. Όπως γράφει ο Κόουλι, οι άνθρωποι που ήδη συνωστίζονταν στα δύο αυτά σημεία ελέγχου, «εγκλωβίστηκαν, σαν τα γελάδια που τα μεταφέρουν για σφάξιμο».
Στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα έχει καταλήξει κι ο καθηγητής Φιλ Σκράτον, συγγραφέας ενός πολυσυζητημένου βιβλίου για το Χίλτσμπορο. Η άποψή του: «Δυο πράγματα θα έπρεπε να είχαν γίνει, προτού ανοιχτούν οι θύρες εισόδου. Να καθυστερήσει η έναρξη του ματς και να σφραγιστεί η μεσαία σήραγγα. Αν γινόταν αυτό, ο κόσμος δεν θα έπεφτε πάνω στα δυο κεντρικά σημεία ελέγχου. Θα βρισκόταν στα πλαϊνά σημεία ελέγχου. Ο Τρέβορ Χικς, του οποίου οι δυο κόρες πέθαναν, βρισκόταν σε ένα από τα πλαϊνά σημεία ελέγχου, που δεν ήταν γεμάτα».
Όπως ήταν φυσικό, από τη 15η Απριλίου 1989 άρχισε ο «βομβαρδισμός» της Αστυνομίας με επίμονα ερωτήματα, αλλά κι επικριτικά σχόλια. Ο Ντάκενφιλντ δεν δέχθηκε ότι είχε ευθύνες. Επιπροσθέτως είπε στον Γκράχαμ Κέλι, εκτελεστικό διευθυντή της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, ότι οι οπαδοί της Λίβερπουλ ήταν αυτοί που άνοιξαν τη συγκεκριμένη θύρα, με τη βία.
Η εκδοχή αυτή δεν βρήκε στήριξη από μαρτυρίες και ρεπορτάζ, άρχισε όμως να ... ταξιδεύει γρήγορα στα κλιμάκια των παραγόντων του ποδοσφαίρου. Ο πρόεδρος της UEFA Ζακ Ζορζ μίλησε για οπαδούς, οι οποίοι έμοιαζαν με «θηρία έτοιμα να ορμήσουν στην αρένα».
«Δεν θα σου πω τίποτα – θα τα γράψω...»
Για όλα υπάρχει, όμως, «λύση»: Ο χουλιγκανισμός που δεν φαινόταν στις εξιστορήσεις – πλην ...Ντάκενφιλντ- των γεγονότων, «αποκαλύφθηκε» περίτρανα σε ένα δημοσίευμα της γνωστής σκανδαλοθηρικής «Sun». Το δημοσίευμα της Τετάρτης, 19 Απριλίου 1989 είχε ... τα πάντα: Οπαδούς που άρπαζαν τα πορτοφόλια των τραυματισμένων, των νεκρών ή των ετοιμοθάνατων. Μεθυσμένους που ουρούσαν πάνω στους πεσμένους. Μια γυναίκα αστυνόμο που ξυλοκοπήθηκε, την ώρα που προσπαθούσε να βοηθήσει κάποιο τραυματισμένο κορίτσι.
Προϋπόθεση για να πιστέψει κανείς τη «Sun», είναι να δεχθεί πως υπό την επήρεια κάποιου μυστηριώδους λόγου οι οπαδοί της Λίβερπουλ ανέσυραν από μέσα τους μια αλλόκοτη παρόρμηση: Μίσησαν ξαφνικά ... αλλήλους, έτσι, δίχως λόγο.
Πήγαιναν «μεσ’ την καλή χαρά» να δουν την ομάδα τους να παίζει κι όταν έγινε το κακό με το συνωστισμό είπαν να «αποτελειώσουν» γνωστούς και «ομοϊδεάτες». Γιατί άραγε; Για να βρίσκουν ευκολότερα εισιτήριο στα μελλοντικά ματς;
Για το ανατριχιαστικό δημοσίευμα της «Sun», ο Κόουλι έγραψε: «Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια, όπως απέδειξε η ενδιάμεση έρευνα για την τραγωδία, τέσσερις μήνες αργότερα. Όμως υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που ήθελαν να πιστέψουν πως ήταν αλήθεια».
Αργότερα ο Κόουλι τηλεφώνησε στον διευθυντή της «Sun», Κέλβιν Μακ Κένζι, με σκοπό να τον ρωτήσει για τις «πηγές» των «πληροφοριών» εκείνων. Ο Μακ Κένζι έδειξε απρόθυμος για συζήτηση. «Όχι, όχι, δεν πρόκειται να σου μιλήσω για αυτό. Ότι έχω να πω θα το κρατήσω για το δικό μου βιβλίο». Κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Πριν από δυο χρόνια οι οικογένειες των θυμάτων συγκρότησαν μια επιτροπή, υπό την ονομασία «Hillsborough Independent Panel», ζητώντας να δοθούν στη δημοσιότητα όλα τα αστυνομικά και κυβερνητικά έγγραφα που συντάχθηκαν τότε.
Το Χίλτσμπορο ασφαλώς προκαλεί συνειρμούς με ανάλογες τραγωδίες, όπως ήταν στην Ελλάδα η «Θύρα 7», του σταδίου Καραϊσκάκη, το 1981. Είναι όμως εντυπωσιακή η πληθώρα των απίστευτα πολύνεκρων ανάλογων δραμάτων στα γήπεδα των βρετανικών νησιών. Από το 1902, όταν κατέρρευσαν τα ξύλινα διαζώματα στο «Άιμπροξ» της Γλασκώβης, μέχρι το 1985 και την πυρκαγιά στο γήπεδο της Μπράντφοροντ, 168 άνθρωποι πλήρωσαν με τη ζωή τους λάθη υπευθύνων, κακές κατασκευές – ή και τα δυο.
Σε αυτούς τους 168 προστέθηκαν οι 96 του Χίλτσμπορο. Οι «ναοί της μπάλας» ήταν κάποτε πολύ επίφοβοι στη Βρετανία, όπως δείχνει αυτός ο μακάβριος κατάλογος. Έπειτα από το Χίλτσμπορο αποδείχθηκε πόσο επίμονοι είναι οι «πιστοί» της υποκρισίας. Ανακάλυψαν χούλιγκανς για να καλύψουν τα νώτα τους...