Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, το πολιτικό τραγούδι κυριαρχεί στις προτιμήσεις της ελληνικής νεολαίας. Από το 1974, μέχρι και το 1976 τουλάχιστον, χιλιάδες νέοι τραγουδούν τα λεγόμενα «δημοκρατικά και αντάρτικα», και κομματικοποιούνται στις διάφορες οργανώσεις.
Η συμπεριφορά αυτή, αναμενόμενη, ύστερα από την επτάχρονη απαγόρευση των κομμάτων, αποτελεί το, κατά κανόνα, νεανικό ήθος και ύφος. Το φαινόμενο της στροφής των νέων, από το προηγούμενο ροκ στο αντάρτικο, ονομάστηκε Ανταρτορόκ, από τον πρωταγωνιστή του φαινομένου, Πάνο Τζαβέλα.
Ένα ντοκιμαντέρ του Νίκου Κούνδουρου έχει διασώσει το κλίμα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων.
Τα «Τραγούδια της Φωτιάς», είναι το φιλμ της μεγάλης γιορτής που επικρατούσε τους πρώτους μήνες μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας. Καταγράφονται δύο σημαντικές συναυλίες, στο Στάδιο Καραϊσκάκη και στο Παναθηναϊκό Στάδιο, που έγιναν αμέσως μετά την πτώση της χούντας.
Στα χρόνια 1974-76, τα ροκ συγκροτήματα, θεωρούνται αδιάφορα έως υποπροϊόντα του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Η ροκ διάθεση, απαξιώνεται εντελώς. Το γενικό χαρακτηριστικό είναι η πολιτικοποίηση των πάντων και αυτή την περίοδο ακόμη και ο Σαββόπουλος βγάζει πολιτικό δίσκο (Happy Day). Τα κλαμπ που στην εποχή της δικτατορίας στέγασαν την ψυχεδελική νεολαία μετατρέπονται σε χώρους «δημοκρατικού» τραγουδιού και το κυριότερο όλων, το Κύτταρο, το άντρο της ψυχεδελικής νεολαίας, παραχωρείται στον Γιάννη Μαρκόπουλο.
Τα αντιστασιακά τραγούδια του ΕΑΜ που ακούστηκαν στα βουνά στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, είναι στις πρώτες προτιμήσεις της νεολαίας.
Τα αντάρτικα βεβαίως και πολλές φορές συνόδεψαν τον αντιδικτατορικό αγώνα των φοιτητών, όμως το φαινόμενο που παρατηρείται αυτή την περίοδο, είναι τόσο έντονο, που έρχονται συνεργεία τηλεοράσεων από το εξωτερικό, για να το καταγράψουν.
Στην Πλάκα, λειτουργούν μέχρι και τα χρόνια της Ροκ Αναζωπύρωσης, μια σειρά μπουάτ με «επαναστατικά» ονόματα (Μετερίζι, Λημέρι, Πράσινος Ήλιος, Χαραυγή) όπου εμφανίζονται οι ανταρτοροκάδες.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος όλων αυτών που τραγουδούν «αντάρτικα και δημοκρατικά τραγούδια» είναι ο Πάνος Τζαβέλας, που υπήρξε δραστήριος νεολαίος της γενιάς της Εθνικής Αντίστασης και αγωνιστής του Δημοκρατικού Στρατού, βαριά τραυματισμένος τον Ιούλιο του 1949. Είναι ο άνθρωπος που επινόησε τον παράξενο όρο «ανταρτορόκ», θέλοντας έτσι να δηλώσει ότι στη μεταπολιτευτική περίοδο η ψυχεδέλεια πέθανε και έμενε ένας «επαναστατικός» δρόμος που μετέτρεπε το ροκ με έναν κομμουνιστικό τρόπο.
Δεν είχε δίκιο, αλλά δεν είχε και άδικο.
Δεν είχε δίκιο, γιατί προφανώς η κουλτούρα της νεολαίας δεν κατευθύνεται ιδεολογικά και όταν κατευθύνεται ισοδυναμεί με το κιτς του σοσιαλιστικού προγραμματισμού. Αλλά δεν είχε και άδικο, γιατί πραγματικά εκείνη την περίοδο, η νεολαία στρεφόταν εθελοντικά υπό την κηδεμονία της κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Σε μία φωτογραφία βλέπουμε το κλίμα που επικρατούσε στο Αντάρτικο Λημέρι του Πάνου Τζαβέλα: οι νέοι είναι όρθιοι και σηκώνουν ψηλά τις σφιγμένες γροθιές, σαν να δίνουν όρκο. Τα πρόσωπα δείχνουν ότι βιώνουν μεγάλη κατάνυξη και τα σκυμμένα κεφάλια παραπέμπουν σε θρησκευτική λειτουργία και σε ομολογία πίστεως μπροστά στον ιερέα. Ο Πάνος Τζαβέλας προεξάρχει όρθιος δεξιά με το λευκό πουκάμισο, ενώ στον τοίχο βρίσκεται αφίσα του Μπελογιάννη.
Ανάλογη ατμόσφαιρα υπήρχε στις άλλες μπουάτ της Πλάκας, όμως οι ανταρτοροκάδες ήταν διασπασμένοι, αφού η κάθε οργάνωση της αριστεράς, στρατολογούσε στον δικό της «αντάρτικο» χώρο.
Το κομματικό κριτήριο εφαρμόζεται ακόμη και στα ίδια τα αντάρτικα που χωρίζονται σε κατηγορίες και κάποτε δεν λείπουν
και μικρές διαδηλώσεις σκληροπυρηνικών μέσα στις μπουάτ, όταν κατά τη γνώμη τους δεν αποδίδονται σωστά τα τραγούδια.
Μία νέα μορφή, το «Πολιτικό Καφενείο», εμφανίζεται, ένας χώρος όπου παρουσιάζεται τραγούδι με πολιτικό σόου, συνήθως χονδροειδείς θεατρικές παραστάσεις που αναπαριστούν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, ή τις επιθέσεις της αστυνομίας στο φοιτητικό κίνημα. Μερικές παραστάσεις, παρουσιάζουν –εκτός από «αγωνιστικό»– και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, όπως αυτές που γίνονται στο Σούσουρο, με τον Γιάννη Ζουγανέλη, τον Θάνο Αδριανό, τον Περικλή Χαρβά και τον Νικόλα Άσιμο. Η κουλτούρα του ανταρτορόκ εξαπλώνεται σαν ένα ορμητικό κύμα Δωριέων και σαρώνει τα πάντα. Όλα σχεδόν τα συγκροτήματα της ψυχεδελικής νεολαίας διαλύονται, άλλοι πιάνουν δουλειά στα μπουζούκια και άλλοι προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Ο θάνατος της ψυχεδελικής σκηνής είναι τόσο γρήγορος, ώστε περιγράφηκε από τον Παύλο Σιδηρόπουλο «σαν ένα ποτήρι που το αφήνεις και σπάει».
Όλες οι φωτογραφίες αρχείο Μανώλης Νταλούκας