H πιο λαμπρή μέρα της Χριστιανοσύνης και η πιο αγαπημένη γιορτή των Ελλήνων σηματοδοτεί το πέρασμα απο το θάνατο στη ζωή. «Που είναι το κεντρί σου θάνατε;» αναφωνεί περιπεκτικά προς τον Θάνατο η Εκκλησία στα αναστάσιμα τροπάρια. «Χριστός Ανέστη» είναι η ευχή μεταξύ των πιστών για να πάρουν την απάντηση «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος».
Η Κυριακή του Πάσχα αποτελεί την πιο σημαντική μέρα για τους απανταχού Χριστιανούς αλλά οι Έλληνες έχουν μια ιδιαίτερη αγάπη σ' αυτή τη γιορτή του χρόνου, για αυτό και την ξεχωρίζουν.
Η φύση αναγεννάται και μαζί με το σωτηριολογικό μήνυμα της Ανάστασης δίνεται η εικόνα μιας πλάσης που «ανακαινίζεται» καλώντας τον άνθρωπο σε μια νέα σχέση τόσο με το Θεό όσο και με τους συνανθρώπους του.
Μια από τις ομορφότερες εικόνες που έχει κατασκευαστεί είναι «η εις Άδου καθόδος» από τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Η εξαιρετικής ομορφιάς βυζαντινή εικόνα δείχνει τον Ιησού αναστημένο να σηκώνει τον Αδάμ και την Εύα από τα μνημεία τους, προσκαλώντας τον άνθρωπο σε μια σχέση ζωής.
Η εικόνα αποδίδει με χοϊκά χρώματα τους ανθρώπους και αντίθετα με γαλάζιο και λευκό τον αναστημένο Ιησού. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι η στάση του ίδιου του Χριστού που σε αντίθεση με την δυτική πρόσληψη (Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες) δεν εικονίζεται μόνος να ανεβαίνει προς τον ουρανό, αλλά σκύβει προκειμένου να πιάσει από το χέρι το ανθρώπινο γένος.
Πιο επίκαιρος από ποτέ φαίνεται να είναι και ο σπάνιας ποιητικής ομορφιάς, κατηχητικός λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος διαβάζεται πριν την μετάληψη κατά την Λειτουργία της Αναστάσεως, όπου καλούνται όλοι οι άνθρωποι ανεξάρτητα από τις ηθικές, προσωπικές ή άλλες τους επιλογές και πορείες να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του αναστηθέντος Χριστού.
Ο κατηχητικός λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
«Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως, Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ. Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τὸ δηνάριον. Εἴ τις ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα. Εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω. Εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται. Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐννάτην, προσελθέτω, μηδὲν ἐνδοιάζων. Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδύτητα· φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον.
Ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης. Καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ, καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει, κᾀκείνῳ δίδωσι, καὶ τούτῳ χαρίζεται. Καὶ τὰ ἔργα δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται. Καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ, καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ· οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν, καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθὸν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καὶ πένητες μετ' ἀλλήλων χορεύσατε. Ἐγκρατεῖς καὶ ῥάθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε. Νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον.
Ἡ τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες, ὁ μόσχος πολὺς μηδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν. Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν· ἐφάνη γὰρ ἡ κοινὴ βασιλεία. Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος.
Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ' αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τὸν ᾍδην, ὁ κατελθὼν εἰς τὸν ᾍδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ τοῦτο προλαβὼν Ἡσαΐας, ἐβόησεν· ὁ ᾍδης, φησίν, ἐπικράνθη συναντήσας σοι κάτω.
Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ κατηργήθη. Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη. Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεκρώθη. Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ καθῃρέθη. Ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐδεσμεύθη. Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν. Ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ. Ἔλαβεν, ὅπερ ἔβλεπε, καὶ πέπτωκεν, ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; ποῦ σου ᾍδη τὸ νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν».