Παλεύοντας με τη φτώχεια, την πείνα και τις τραγικές ελλείψεις σε βασικά είδη διατροφής και διαβίωσης στη Βενεζουέλα της βαθιάς οικονομικής κρίσης πολλές μητέρες αποτολμούν το αδιανόητο: δίνουν τα παιδιά τους για υιοθεσία, ή τα εγκαταλείπουν σε ορφανοτροφεία...
Άλλοι γονείς αναγκάζονται να διώξουν τα παιδιά τους από το σπίτι, γιατί δεν αντέχουν να βλέπουν το λιγωμένο από την πείνα βλέμμα τους και να μην έχουν κάτι να τους δώσουν να φάνε. Ελπίζουν ότι θα επιβιώσουν ζητιανεύοντας, όπως διαπιστώνει ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ του BBC.
«Πολλά μπορούν να σου συμβούν στο δρόμο. Μπορεί να σε δείρουν αστυνομικοί, ενώ ο κόσμος σε κοιτάζει περιφρονητικά επειδή ζητιανεύεις», είπε στην κάμερα του βρετανικού δικτύου ένα από τα παιδιά του «κατώτερου θεού». «Ψάχνω δωμάτιο για να μείνω γιατί είναι πολύ δύσκολο να ζεις στους δρόμους», είπε ένα άλλο.
Μια μάνα βγήκε από νωρίς το πρωί στους δρόμους του Καράκας να ζητιανέψει με την κόρη της με το θερμόμετρο να δείχνει 40 βαθμούς Κελσίου υπό σκιά. «Πολλές φορές δεν μας δίνουν τίποτε και τότε πάμε και σκαλίζουμε τους κάδους των σκουπιδιών, μήπως και βρούμε τίποτε να φάμε», λέει. «Στην αρχή σου λένε ότι δεν έχουν κάτι να σου δώσουν, αλλά μετά το ξανασκέφτονται, ψαχουλεύουν τις τσέπες τους και σου δίνουν λίγα κέρματα», πετάγεται να συμπληρώσει η κορούλα της.
Το φαγητό έχει γίνει πολυτέλεια για πολλούς Βενεζολάνους, ειδικά για όσους ζουν σε παραγκουπόλεις. Συχνά αντικρίζει κανείς ανθρώπους να ψαχουλεύουν στα απορρίμματα μήπως και βρουν καμιά υποψία λαδιού ή υπολείμματα τροφίμων σε κάποια κονσέρβα.
Ειδικοί αναφέρουν ότι συχνά ξεσπούν καβγάδες σε οικογένειες για μια μπουκιά ψωμί, βάζουν κλήρο ποιος θα φάει από το επόμενο πενιχρό γεύμα, αφού δεν επαρκεί για όλους. «Έφυγα απ’ το σπίτι γιατί μάλωνα με τη μητέρα μου, που ζητούσε να αφήνω το φαγητό για τα μικρότερα αδέλφια μου. Αλλά κι εγώ πεινάω», λέει ένας έφηβος.
Φιλανθρωπικές οργανώσεις καταγράφουν ραγδαία αύξηση του αριθμού των παιδιών που ζουν εγκαταλελειμμένα στους δρόμους. Μόνον το πρώτο εξάμηνο αυξήθηκαν κατά 60% τα παιδιά που αναζητούν καταφύγιο σε άσυλα, όπως το Casa Don Bosco.
Η ακραία φτώχεια έχει εκτοξευθεί κατά 40%, τα κρούσματα θανάτων παιδιών από υποσιτισμό αυξάνονται, ενώ κοντά δύο εκατομμύρια Βενεζολάνοι έχουν εγκαταλείψει την τελευταία διετία την πατρίδα τους. Ανάμεσά τους πολλές έγκυες που ελλείψει προγεννητικού ελέγχου, φαρμάκων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, όπως οι πάνες, για τα μωρά τους, περνούν τα σύνορα για να γεννήσουν στη Βραζιλία.
«Το μωρό μου θα είχε πεθάνει αν είχα μείνει εκεί. Δεν υπάρχουν τρόφιμα, φάρμακα, ούτε γιατροί», λέει η Μαρία Τερέζα Λόπεζ καθώς ταϊζει την κορούλα της Φαβιόλα σε δωμάτιο μαιευτηρίου στη Μπόα Βίστα, πρωτεύουσα της πολιτείας Ροράιμα της Βραζιλίας.
Η 20χρονη κοπέλα διήνυσε πεζή 800 χιλιόμετρα από το σπίτι της στο δέλτα του ποταμού Ορενόκο μέχρι τα σύνορα με τη Βραζιλία.
Λαβωμένη από την πτώση των τιμών του μαύρου χρυσού παγκοσμίως και τη χρόνια κακοδιαχείριση η Βενεζουέλα βυθίστηκε σε ύφεση το 2014 κι έκτοτε η κρίση γιγαντώνεται.
Πολλοί εντός κι εκτός συνόρων επιρρίπτουν την ευθύνη στις πολιτικές του Νικολάς Μαδούρο. Αλλά η κυβέρνησή του κι οι οπαδοί του επιμένουν χρόνια τώρα να ρίχνουν το φταίξιμο στην αντιπολίτευση και τις «ιμπεριαλιστικές δυνάμεις», τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους...
Ο καθημερινός Γολγοθάς, ωστόσο, συνεχίζεται για πλατιές μάζες του πληθυσμού. Το δίκτυο των κρατικών υπηρεσιών που παρέχει προστασία στα παιδιά από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες καταρρέει ελλείψει πόρων, κι ο αριθμός των γονιών που παίρνουν τη σκληρή απόφαση να αποχωριστούν από τα παιδιά τους και να τα αφήσουν σε κέντρα μέριμνας και ορφανοτροφεία, αυξάνεται διαρκώς.
«Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω», είπε με βουρκωμένα τα μάτια η 32χρονη Ανχέλικα Πέρεζ, μητέρα τριών παιδιών, που αποφάσισε να τα αφήσει σ’ ένα ορφανοτροφείο για να πάει να εργαστεί στη γειτονική Κολομβία.
«Δεν ξέρεις τι σημαίνει να βλέπεις τα παιδιά σου να πεινούν. Δεν έχεις ιδέα. Νιώθω ότι εγώ φταίω γι’ αυτό. Αλλά η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα σκληρά. Δουλειές δεν υπάρχουν και εκείνα αδυνατίζουν μέρα με τη μέρα. Τι έπρεπε να κάνω;»,