Την απόφαση της Άνγκελα Μέρκελ να αποχωρήσει από την ηγεσία της CDU παραμένοντας στην καγκελαρία επιχειρεί να ερμηνεύσει ο γερμανικός Τύπος και να διακρίνει τις προοπτικές για την επόμενη ημέρα.
Οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν ότι πρόκειται για το τέλος μιας εποχής, ενώ εκφράζουν την ανησυχία τους για το μέλλον του πολιτικού συστήματος στην Γερμανία.
«Επιτέλους το κατάλαβε. Δεν πήγαινε άλλο (...) Καιρός ήταν. Τι άλλο να έκαναν πια οι ψηφοφόροι για να το αντιληφθούν εκεί στο Βερολίνο; Τελείωσε. Να πετάξουν τομάτες στην Καγκελαρία; Αυτή η Καγκελάριος παρέμεινε στην εξουσία περισσότερο από ό,τι έπρεπε. Αυτό ήταν ένα σοβαρό λάθος. Και δείγμα ασυγχώρητης ύβρεως. Στην κρίση - αλλά και πότε δεν υπάρχει κρίση; - η Άγγελα Μέρκελ θεωρούσε τον εαυτό της αναντικατάστατη. Και δεν είναι», κρίνει σε άρθρο γνώμης το περιοδικό Der Spiegel, σε τόνο εξαιρετικά επικριτικό για την Άνγκελα Μέρκελ, στην οποία πάντως αναγνωρίζει ότι, σε αντίθεση με την αρχηγό του SPD Αντρέα Νάλες, αντελήφθη πως τα αποτελέσματα στην Βαυαρία και στην Έσση αποτελούσαν μήνυμα προς το Βερολίνο. «Η κυρία Μέρκελ επιτέλους το εξέλαβε έτσι. Η Αντρέα Νάλες όχι. Αλλά και τι καταλαβαίνει η Αντρέα Νάλες; Αυτό που έδειξε την Κυριακή το βράδυ ήταν το παραλήρημα της εξουσίας. Όλα όσα είπε (...) ήταν ο ελεεινός λόγος που ο κόσμος δεν θέλει πλέον να ακούει. Ξύπνα Αντρέα! Τελείωσε!», αναφέρει το περιοδικό, κρίνοντας ότι το κόμμα είχε μια ευκαιρία όταν ανέλαβε την ηγεσία του ο Μάρτιν Σουλτς. «Οι ψηφοφόροι έμοιαζαν για λίγο σα να ήταν έτοιμοι για αλλαγή, το SPD όμως δεν ήταν. Αν ο Σουλτς δεν ήταν αυτός που είναι, σήμερα θα μπορούσε να είναι Καγκελάριος», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αναλύοντας την απόφαση της κυρίας Μέρκελ να παραμείνει στην Καγκελαρία, το Spiegel διερωτάται αν υπολογίζει στον οίκτο του διαδόχου της και αναφέρει ότι έπρεπε να αποχωρήσει πριν από τις τελευταίες εκλογές, αήττητη. «Τώρα θα φύγει ηττημένη. Όπως και όλοι οι άλλοι πριν από αυτήν. Στη δημοκρατία, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Αλλά για μια γυναίκα που έδινε πάντα την εικόνα της αυτοδιάθεσης, είναι πικρό», γράφει ο συντάκτης και σε ιδιαίτερα συναισθηματικό ύφος υπενθυμίζει ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα, αναφερόμενος στον νέο Πρόεδρο της Βραζιλίας, στην υπόθεση Κασόγκι, στις επιθέσεις στις ΗΠΑ. «Η Δύση είναι διχασμένη. Ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν ο τελευταίος της Πρόεδρος. Τώρα είμαστε μόνοι. Και φοβόμαστε. Δικαίως. Σε ποιον να στραφούμε με τον φόβο μας; Οι λεγόμενοι σύμμαχοί μας - ακόμη και η Γαλλία - δεν ενδιαφέρονται για το δίκαιο και την ηθική όταν πρόκειται για την εξαγωγή όπλων. Κι εμείς είμαστε βαθιά διχασμένοι και αδύναμοι», τονίζει και τάσσεται υπέρ της προκήρυξης νέων εκλογών. «Όποιος το φοβάται, φοβάται την δημοκρατία. Αλλά στο τέλος δεν υπάρχει τίποτα άλλο και τίποτα καλύτερο από το να αφήσουμε τον κόσμο να αποφασίσει μόνος του», καταλήγει το περιοδικό.
Στον ειδησεογραφικό ιστότοπο T-Online, ασκείται κριτική στην απόφαση της κυρίας Μέρκελ να μην αποχωρήσει άμεσα (και) από την Καγκελαρία. «Η Άνγκελα Μέρκελ θέλει να φύγει κατά το ήμισυ. Παραχωρεί την προεδρία του κόμματος, προκειμένου να παραμείνει για λίγο ακόμη Καγκελάριος. Αυτό δεν λειτουργεί ποτέ. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ έμεινε ενάμιση χρόνο, αποδυναμωμένος. Αυτή τη φορά δεν μπορεί να διαρκέσει τόσο πολύ», αναφέρει το άρθρο και αναφέρεται στους πιθανούς υποψήφιους διαδόχους της Μέρκελ. Για την Γενική Γραμματέα του CDU Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, τονίζει ότι θα πρέπει να εργαστεί προκειμένου να αποδείξει ότι δεν αποτελεί απλά συνέχεια της Καγκελαρίου. Ο δε υπουργός υγείας Γενς Σπαν, κατά το κείμενο, λόγω ηλικίας, είναι ο μόνος που μπορεί να ωφεληθεί ακόμη και αν χάσει, μόνο και μόνο επειδή έθεσε υποψηφιότητα, αφού μπορεί να δοκιμάσει ξανά στο μέλλον. Για τον Φρίντριχ Μερτς, στο ίδιο κείμενο εκφράζεται έκπληξη για το γεγονός ότι επιθυμεί να επιστρέψει στην πολιτική έπειτα από απουσία σχεδόν δέκα ετών. «Έχει κάνει μια καριέρα με συναρπαστικές δουλειές, που θα έπρεπε να τον είχαν αποζημιώσει για την απογοήτευση», επισημαίνει, για να διαπιστώσει ότι προφανώς είχε πληγωθεί πολύ βαθιά από την στάση της Μέρκελ, η οποία τον είχε απομακρύνει από την ηγεσία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του CDU, κάτι που δεν ξεπέρασε παρά τις επιτυχίες και τον πλούτο που απέκτησε μετά. «Θέλει να κάνει στην Άγγελα Μέρκελ αυτό που του έκανε εκείνη», κερδίζοντας την ηγεσία του κόμματος στο Συνέδριο της 6ης Δεκεμβρίου. Η Καγκελάριος λοιπόν ήλεγχε την διαδικασία μέχρι χθες, όταν «με την μισή αποχώρησή της έχασε τον έλεγχο». Αν θέλει να παραμείνει Καγκελάριος, θα πρέπει να εμποδίσει την εκλογή του Μερτς, εκτιμά ο συντάκτης του κειμένου, υπονοώντας ότι εάν είναι αρχηγός του CDU, δεν θα της επιτρέψει να παραμείνει στην Καγκελαρία. Για τον Μερτς βέβαια, καταλήγει, μια ήττα θα είναι καταστροφική και η επιστροφή στην πολιτική διπλά επώδυνη.
Η Süddeutsche Zeitung επισημαίνει ότι αν η Άνγκελα Μέρκελ θεωρούσε ότι μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχο, δεν θα είχε παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος. Η αναταραχή όμως στο εσωτερικό του CDU ήταν πολύ μεγάλη και «έφθασε στο στάδιο του πανικού». Ήταν όμως η σωστή απόφαση, επισημαίνει ο συντάκτης και υπενθυμίζει ότι η Καγκελάριος έχει κατ' επανάληψη μιλήσει για την δυνατότητα του ηγέτη να βρίσκει την κατάλληλη στιγμή για να αποχωρήσει. Οι προηγούμενοι Καγκελάριοι, όπως τονίζει, δεν βρήκαν την σωστή ημερομηνία. Ούτε ο Αντενάουερ, ούτε ο Κολ. «Υπό κανονικές συνθήκες, η κατάλληλη στιγμή για την κυρία Μέρκελ θα ήταν μετά τις τρεις κοινοβουλευτικές θητείες», συνεχίζει κι εξηγεί ότι οι καιροί δεν ήταν φυσιολογικοί και η κυρία Μέρκελ αισθανόταν υποχρέωση, λόγω του Ντόναλντ Τραμπ, που είχε μόλις εκλεγεί και λόγω της παγκόσμιας έξαρσης του εθνικισμού. Ήταν υποψήφια περισσότερο από υποχρέωση, παρά από επιθυμία, επιμένει ο αρθρογράφος της SZ, σημειώνοντας ότι μετά την τελευταία επανεκλογή της μπορούσε κανείς να αισθανθεί την έλλειψη διάθεσης και δύναμης από την πλευρά της. «Η κυβερνητική εμπειρία, η σοβαρότητα και η σταθερότητα είναι ωραίο τρίπτυχο, αλλά όχι και εγγύηση επιτυχίας. Η συνταγή της κυρίας Μέρκελ ήταν η ίδια η επιτυχία - όσο την είχε. Από τότε που άρχισε να περιορίζεται και τελικά να εκλείπει, οι αμφιβολίες για την ηγετική της δύναμη αυξήθηκαν. Κατά την παράδοση της ηγεσίας του κόμματος επανενεργοποίησε αυτή την δύναμή της».
Η εφημερίδα Die Zeit σε σχόλιό της εκτιμά ότι η Άνγκελα Μέρκελ, με τους χειρισμούς της, έχει κατά νου και το πολιτικό της μέλλον. «Όποιος κι αν την διαδεχτεί στο κόμμα, το CDU δεν θα μπορεί να πάει κόντρα στην πολιτική της», αναφέρει η εφημερίδα.
Η Berliner Morgenpost θεωρεί ότι η Καγκελάριος παρέδωσε την σκηνοθεσία της τελευταίας πράξης της θητείας της, καθώς και ότι έχασε οριστικά την ευκαιρία για μια πετυχημένη έξοδο.
Για την οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, με την παραίτησή της από την ηγεσία του κόμματός της η Μέρκελ ανοίγει τον δρόμο για ένα νέο CDU, ωστόσο ως Καγκελάριος αποδυναμώνεται. «Η απόφασή της είναι μια λογική συνέπεια των κακών εκλογικών αποτελεσμάτων, αλλά της αξίζει επίσης σεβασμός», σημειώνεται σε άρθρο της εφημερίδας.
Αλλά και τα διεθνή ΜΜΕ αφιερώνουν εκτενείς αναλύσεις για την αποχώρηση της Μέρκελ. Τα αμερικανικά αποχαιρετίζουν την «ισχυρότερη ηγέτιδα της Ευρώπης», ενώ το BBC αναφέρεται στη διαδοχολογία με τίτλο «τα όρνια τριγυρίζουν».
Οι New York Times σχολιάζουν ότι η Άνγκελα Μέρκελ έδινε την εντύπωση μιας ανίκητης φυσιογνωμίας στη γερμανική πολιτική σκηνή, ήταν η ισχυρότερη ηγέτιδα της Ευρώπης «με μια λάμψη που ισοδυναμούσε με σταθερότητα, λόγος για τον οποίο οι Γερμανοί την ονόμαζαν “μητερούλα»». Η απόφασή της να αποχωρήσει καθιστά πλέον σαφές «ότι ούτε η ίδια, ούτε η χώρα της έχουν ανοσία απέναντι στις δυνάμεις που επέφεραν αναδιάταξη της πολιτικής στη Γηραιά Ήπειρο». Το άρθρο σημειώνει τον ρόλο που έπαιξε η Γερμανίδα καγκελάριος στη λήψη σημαντικών αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο στη διάρκεια της οικονομικής και της προσφυγικής κρίσης. Και όσον αφορά στον διάδοχό της στην ηγεσία των Χριστιανοκοινωνιστών επισημαίνει ότι «η Γερμανία μοιάζει πλέον περισσότερο στους μικρότερους γείτονες της που βίωσαν έναν παρόμοι πολιτικό κατακερματισμό, όπως η Ισπανία, η Ολλανδία και η Ιταλία».
Το CNN μίλησε με τον αναλυτή της δεξαμενής σκέψης Open Europe, Λέοπολντ Τράουγκοτ, ο οποίος επεσήμανε ότι η Μέρκελ ήταν μια σταθερή ηγετική φυσιογνωμία σε έναν κόσμο που εισέρχεται σε ολοένα και μεγαλύτερη σύγχυση. Φίλοι και αντίπαλοί της στο εξωτερικό «θα πρέπει τώρα να προετοιμάζονται για έναν άλλο, πιθανώς πιο δύσκολο εταίρο στο Βερολίνο», λέει ο αναλυτής, καθώς η Γερμανία θα εστιάζει στο μέλλον περισσότερο στα δικά της συμφέροντα. «Κι αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει λιγότερη γερμανική προσήλωση σε καίριας σημασίας θέματα στην Ευρώπη, αλλά και σε παγκόσμια ζητήματα η χώρα δεν αναμένεται να αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο», πράγμα που θα επηρεάσει αρνητικά περισσότερο απ’ όλους τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν, ο οποίος προσέβλεπε στη στήριξη της Μέρκελ για το μεταρρυθμιστικό του όραμα για την Ευρώπη.
Το BBC γράφει ότι πολλά θα εξαρτηθούν πλέον στη Γερμανία από το πρόσωπο που θα διαδεχθεί την Μέρκελ στην ηγεσία του κόμματος. Αν είναι αυτό το πρόσωπο είναι ένα άτομο της εμπιστοσύνης της καγκελαρίου, όπως η Ανεγκρέτ Κραμπ Καρενμπάουερ, τότε η μετάβαση εξουσίας στην καγκελαρία θα είναι σχετικά ανώδυνη και η Μέρκελ θα μπορέσει να εξαντλήσει τη θητεία της, «Αλλά τα όρνια κάνουν κύκλους από πάνω», σχολιάζει το βρετανικό δίκτυο. Κι αν αναλάβει το τιμόνι της CDU ένας από τους αντιπάλους της, τότε «η θητεία της στην καγκελαρία θα είναι άβολη και πιθανώς άκυρη».
Για τον Guardian η Μέρκελ μπορεί να εγκωμιαζόταν ως «η ισχυρότερη γυναίκα του κόσμου και de-facto ηγερία της Ευρώπης» και να τη στήριζαν επί πολλά χρόνια οι Γερμανοί ψηφοφόροι, αλλά η εξουσία της άρχισε να διαβρώνεται στην κορύφωση της προσφυγικής κρίσης, «όταν αποφάσισε να ανοίξει τα σύνορα της Γερμανίας... Ο διάδοχός της θα πρέπει να αναλάβει το σημαντικό καθήκον να εμπνεύσει πάλι εμπιστοσύνη στη φοβισμένη ήπειρό μας και να διδαχθεί από τα δυνατά, αλλά και τα αδύνατα σημεία της».
Οι Times προβλέπουν δύσκολες μέρες για το επόμενο διάστημα για τη Γερμανία: «Ο μακρύς αποχαιρετισμός της – που ανακοινώθηκε μετά τον καταποντισμό του κόμματός της σε πανεθνικές δημοσκοπήσεις και στις εκλογές στην Έσση- σηματοδοτεί μια περίοδο αστάθειας στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης...Η διαπάλη εξουσίας για τη διαδοχή της στην προεδρία του κόμματος -αλλά και στην ηγεσία της κυβέρνησης – θα είναι προφανώς χαοτική. Λίγα μόλις λεπτά μετά τις ανακοινώσεις της εμφανίστηκαν ήδη τρεις υποψήφιοι. Η Μέρκελ, βέβαια, είπε ότι θέλει να εξαντλήσει τη θητεία της για τα επόμενα τρία χρόνια στην καγκελαρία, αν δεν αναγκαστεί να αποχωρήσει σε περίπτωση πρόωρων εκλογών. Κι αυτές μπορεί να γίνουν του χρόνου, αν καταρρεύσει ο μεγάλος συνασπισμός. Η Μέρκελ αρνήθηκε να υποστηρίξει δημοσίως κάποιον υποψήφιο κι η κούρσα για τη διαδοχή της αναμένεται σκληρή».
Η El Pais σχολιάζει ότι «η αιώνια καγκελάριος» εξωθήθηκε σε παραίτηση από την ηγεσία του κόμματός της, εξέλιξη που σηματοδοτεί «την αρχή του τέλους» μιας καγκελαρίου την οποία έσπευσαν πολλοί να κρίνουν πολιτικά νεκρή αρκετές φορές στη διάρκεια της 13χρονης θητείας της, αλλά πάντα τους διέψευδε. «Μέχρι τώρα, όμως». Η Μέρκελ γράφει η ισπανική εφημερίδα, παραμένει δημοφιλής στη Γερμανία, αλλά τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκε σε «σύμβολο της πολιτικής στο προσφυγικό» και επήλθε κόπωση στο εκλογικό σώμα. «Η καγκελάριος», σχολιάζει. «φαίνεται ότι κατάλαβε επιτέλους ότι ήρθε η ώρα να ανακατευτεί ξανά η τράπουλα».
Για την επίσης ισπανική El Mundo η αποχώρηση της Μέρκελ είναι κακή είδηση και για την Ευρώπη: «Η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ δεν θα επηρεάσει αρνητικά μόνον τη γερμανική πολιτική σκηνή, που απειλείται από την αποδυνάμωση των παραδοσιακών κομμάτων των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών και την ανησυχητική άνοδο της Άκρας Δεξιάς... Η Μέρκελ δεν είναι μόνον Γερμανία. Μαζί με τη Γαλλία υπερασπίζεται εδώ και πολλά χρόνια εκείνες τις αξίες που έκαναν την Ευρώπη έναν από τους χώρους του δημοκρατικού κόσμου με τη μεγαλύτερη ευημερία και πρόοδο. Κι αυτό χωρίς να παραιτηθούν από τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ, όπως η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ισονομία και η ελεύθερη αγορά. Η αποχώρησή της, ως εκ τούτου, είναι κακή είδηση και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα βρεθεί προσεχώς α αντιμέτωπη με τις δύσκολης προκλήσεις της σταθεροποίησης της τραπεζικής και νομισματικής ένωσης και της επιτυχούς ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης για το Brexit».